Anonymous

λύω: Difference between revisions

From LSJ
4,913 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λύω:''' μέλ. λύσω [ῡ]· αόρ. <i>ἔλῡσα</i>, παρακ. <i>λέλῠκα</i> — Παθ., παρακ. <i>λέλῠμαι</i>, υπερσ. ἐλελύμην [ῠ], αόρ. <i>ἐλύθην</i>, Επικ. λύθην [ῠ], μέλ. <i>λῠθήσομαι</i> και λελύσομαι [ῠ]· επίσης, Επικ. Παθ. αόρ. βʹ [[ἐλύμην]] ή [[λύμην]] [ῠ], γʹ ενικ. [[λύτο]] [ῠ] και <i>λῦτο</i>, γʹ πληθ. [[λύντο]]· γʹ ευκτ. υπερσ. [[λελῦτο]] αντί <i>λελύοιτο</i> — Μέσ., μέλ. <i>λύσομαι</i>, αόρ. <i>ἐλυσάμην</i> (σε ενεστ. και παρατ., <i>ῡ</i> στους Αττ., <i>ῠ</i> [[κυρίως]] στους Επικ.· σε μέλ. και αόρ., πάντα <i>ῡ</i>· τους άλλους χρόνους <i>ῠ</i>)<i>. </i>Πρώτη [[σημασία]] του ρήματος, [[λύνω]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[χαλαρώνω]], [[λύνω]], [[ξεκουμπώνω]] ([[κυρίως]] για ρούχα και οπλισμό), <i>ζωστῆρα</i>, <i>θώρηκα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀσκὸν [[λύω]], [[λύνω]] τον ασκό (που χρησίμευε σαν [[μπουκάλι]]), σε Ομήρ. Οδ.· [[λύω]] ἡνίαν, [[χαλαρώνω]] το [[χαλινάρι]], σε Σοφ.· [[λύω]] γράμματα, [[ανοίγω]] [[επιστολή]], σε Ευρ.· [[στόμα]] [[λύω]], [[ανοίγω]] το [[στόμα]], στον ίδ.· [[λύω]] ὄφρυν, [[χαλαρώνω]] τα φρύδια, στον ίδ., κ.λπ. — Μέσ., <i>ἐλύσατο ἱμάντα</i>, ξεκούμπωσε τη [[ζώνη]] της, σε Ομήρ. Ιλ.· λύσασθαι [[τρίχα]], ξεδένω τα μαλλιά μου, σε Βίωνα·<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για έμψυχα: <b>α)</b> για άλογα κ.λπ., [[λύνω]], ξεζεύω, σε Όμηρ. — Μέσ., λύεσθαι ἵππους ὑπ' [[ὄχεσφι]], ξεζεύω τα άλογα, σε Ομήρ. Ιλ. <b>β)</b> για ανθρώπους, [[λύνω]], [[απελευθερώνω]] από [[δεσμά]] ή [[φυλακή]], από [[δυσκολία]] ή κίνδυνο, σε Όμηρ., Αττ. — Μέσ., [[ενεργώ]] έτσι ώστε να λυθεί [[κάποιος]] ή [[απελευθερώνω]] κάποιον, σε Ησίοδ. <b>γ)</b> για αιχμαλώτους, [[απελευθερώνω]] ως [[αντάλλαγμα]] παραλαβής λύτρων ([[ἄποινα]]), [[ελευθερώνω]], σε Όμηρ.· <i>λύειν τινὰ ἀποίνων</i>, επί [[πληρωμή]] λύτρων, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., [[ελευθερώνω]] κάποιον πληρώνοντας [[λύτρα]] γι' αυτόν, [[εξαγοράζω]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> [[παραχωρώ]], [[παραδίδω]], ([[θρόνον]]) λῦσον [[ἄμμιν]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[διαλύω]] το όλο στα συνθετικά μέρη του, [[διαλύω]], [[λύω]] ἀγορήν, [[διαλύω]] τη [[συγκέντρωση]], τη [[συνάθροιση]], τη [[συνέλευση]], σε Όμηρ.· επίσης, [[διαλύω]] την εμπορική [[αγορά]], σε Ξεν. — Παθ., λῦτο [[ἀγών]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἐλύθη ἡ [[στρατιά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[διαλύω]], [[χαλαρώνω]], <i>σπάρτα λέλυνται</i>, δηλ. έχουν σαπίσει, έχουν αποσυντεθεί, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> [[χαλαρώνω]], δηλ. [[εξασθενώ]], [[ατονώ]] (λέγεται για σωματική ισχύ), <i>λῦσέ δὲ γυῖα</i>, κατέστησε άτονα τα γόνατά του, δηλ. τον σκότωσε, στο ίδ.· [[λύω]] [[μένος]] τινί, στο ίδ.· [[αλλά]], <i>καμάτῳ γούνατ' ἔλυσαν</i>, κατέστησαν τα γόνατά μου αδύνατα από την [[κούραση]], σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, Παθ., [[λύντο]] δὲ γυῖα, ως το [[αποτέλεσμα]] του θανάτου, του ύπνου, της κόπωσης, του φόβου κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[λύντο]] δὲ γυῖα, σε Όμηρ. κ.λπ. <b>4. α)</b> [[καταστρέφω]], [[καταβάλλω]], σε Όμηρ.· και γενικά, [[διαλύω]], [[αποβάλλω]], [[δίνω]] [[τέλος]], Λατ. dissolvere, στον ίδ., Αττ.· [[λύω]] βίον, δηλ. [[πεθαίνω]] σε Ευρ. <b>β)</b> [[καταργώ]], [[ακυρώνω]], σε Ηρόδ., κ.λπ.· [[λύω]] ψῆφον, [[ακυρώνω]] ψήφο, σε Δημ. — Παθ., [[λέλυται]] πάντα, όλοι οι δεσμοί έχουν λυθεί, όλα είναι συγκεχυμένα, στον ίδ. <b>γ)</b> [[λύνω]] [[πρόβλημα]] ή [[δυσκολία]], σε Πλάτ. <b>δ)</b> [[αναιρώ]] κάποιο [[λογικό]] [[επιχείρημα]], σε Αριστ. <b>ε)</b> [[αναλύω]], [[αποκρυπτογραφώ]] την [[πλοκή]] μιας τραγωδίας, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> [[καταργώ]], [[ακυρώνω]] νόμο ή [[συνθήκη]], [[συμφωνία]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[λύνω]], [[εκπληρώνω]], [[εκτελώ]], <i>τὰ μαντεῖα</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">IV.</b> [[προσφέρω]] [[εξιλέωση]] για [[κάτι]], [[επανορθώνω]] [[κάτι]], Λατ. luere, στον ίδ., Ευρ.<br /><b class="num">V.</b> 1. <i>μισθοὺς λύειν</i>, [[πληρώνω]] ολόκληρους τους μισθούς, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>[[τέλη]] λύειν = λυσιτελεῖν</i>, [[πληρώνω]], [[κερδίζω]], [[ωφελώ]], [[ἔνθα]] μὴ [[τέλη]] λύει φρονοῦντι, όπου δεν ωφελεί να είναι [[κάποιος]] [[φρόνιμος]], σε Σοφ.· επίσης, <i>λύει</i> [[χωρίς]] το <i>[[τέλη]]</i>, συντάσσεται όπως το <i>λυσιτελεῖ</i>, δηλ. απολ., λύει [[ἄλγος]], σε Ευρ.· <i>φημὶ τοιούτους γάμους λύειν βροτοῖς</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''λύω:''' μέλ. λύσω [ῡ]· αόρ. <i>ἔλῡσα</i>, παρακ. <i>λέλῠκα</i> — Παθ., παρακ. <i>λέλῠμαι</i>, υπερσ. ἐλελύμην [ῠ], αόρ. <i>ἐλύθην</i>, Επικ. λύθην [ῠ], μέλ. <i>λῠθήσομαι</i> και λελύσομαι [ῠ]· επίσης, Επικ. Παθ. αόρ. βʹ [[ἐλύμην]] ή [[λύμην]] [ῠ], γʹ ενικ. [[λύτο]] [ῠ] και <i>λῦτο</i>, γʹ πληθ. [[λύντο]]· γʹ ευκτ. υπερσ. [[λελῦτο]] αντί <i>λελύοιτο</i> — Μέσ., μέλ. <i>λύσομαι</i>, αόρ. <i>ἐλυσάμην</i> (σε ενεστ. και παρατ., <i>ῡ</i> στους Αττ., <i>ῠ</i> [[κυρίως]] στους Επικ.· σε μέλ. και αόρ., πάντα <i>ῡ</i>· τους άλλους χρόνους <i>ῠ</i>)<i>. </i>Πρώτη [[σημασία]] του ρήματος, [[λύνω]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[χαλαρώνω]], [[λύνω]], [[ξεκουμπώνω]] ([[κυρίως]] για ρούχα και οπλισμό), <i>ζωστῆρα</i>, <i>θώρηκα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀσκὸν [[λύω]], [[λύνω]] τον ασκό (που χρησίμευε σαν [[μπουκάλι]]), σε Ομήρ. Οδ.· [[λύω]] ἡνίαν, [[χαλαρώνω]] το [[χαλινάρι]], σε Σοφ.· [[λύω]] γράμματα, [[ανοίγω]] [[επιστολή]], σε Ευρ.· [[στόμα]] [[λύω]], [[ανοίγω]] το [[στόμα]], στον ίδ.· [[λύω]] ὄφρυν, [[χαλαρώνω]] τα φρύδια, στον ίδ., κ.λπ. — Μέσ., <i>ἐλύσατο ἱμάντα</i>, ξεκούμπωσε τη [[ζώνη]] της, σε Ομήρ. Ιλ.· λύσασθαι [[τρίχα]], ξεδένω τα μαλλιά μου, σε Βίωνα·<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για έμψυχα: <b>α)</b> για άλογα κ.λπ., [[λύνω]], ξεζεύω, σε Όμηρ. — Μέσ., λύεσθαι ἵππους ὑπ' [[ὄχεσφι]], ξεζεύω τα άλογα, σε Ομήρ. Ιλ. <b>β)</b> για ανθρώπους, [[λύνω]], [[απελευθερώνω]] από [[δεσμά]] ή [[φυλακή]], από [[δυσκολία]] ή κίνδυνο, σε Όμηρ., Αττ. — Μέσ., [[ενεργώ]] έτσι ώστε να λυθεί [[κάποιος]] ή [[απελευθερώνω]] κάποιον, σε Ησίοδ. <b>γ)</b> για αιχμαλώτους, [[απελευθερώνω]] ως [[αντάλλαγμα]] παραλαβής λύτρων ([[ἄποινα]]), [[ελευθερώνω]], σε Όμηρ.· <i>λύειν τινὰ ἀποίνων</i>, επί [[πληρωμή]] λύτρων, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., [[ελευθερώνω]] κάποιον πληρώνοντας [[λύτρα]] γι' αυτόν, [[εξαγοράζω]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> [[παραχωρώ]], [[παραδίδω]], ([[θρόνον]]) λῦσον [[ἄμμιν]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[διαλύω]] το όλο στα συνθετικά μέρη του, [[διαλύω]], [[λύω]] ἀγορήν, [[διαλύω]] τη [[συγκέντρωση]], τη [[συνάθροιση]], τη [[συνέλευση]], σε Όμηρ.· επίσης, [[διαλύω]] την εμπορική [[αγορά]], σε Ξεν. — Παθ., λῦτο [[ἀγών]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἐλύθη ἡ [[στρατιά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[διαλύω]], [[χαλαρώνω]], <i>σπάρτα λέλυνται</i>, δηλ. έχουν σαπίσει, έχουν αποσυντεθεί, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> [[χαλαρώνω]], δηλ. [[εξασθενώ]], [[ατονώ]] (λέγεται για σωματική ισχύ), <i>λῦσέ δὲ γυῖα</i>, κατέστησε άτονα τα γόνατά του, δηλ. τον σκότωσε, στο ίδ.· [[λύω]] [[μένος]] τινί, στο ίδ.· [[αλλά]], <i>καμάτῳ γούνατ' ἔλυσαν</i>, κατέστησαν τα γόνατά μου αδύνατα από την [[κούραση]], σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, Παθ., [[λύντο]] δὲ γυῖα, ως το [[αποτέλεσμα]] του θανάτου, του ύπνου, της κόπωσης, του φόβου κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[λύντο]] δὲ γυῖα, σε Όμηρ. κ.λπ. <b>4. α)</b> [[καταστρέφω]], [[καταβάλλω]], σε Όμηρ.· και γενικά, [[διαλύω]], [[αποβάλλω]], [[δίνω]] [[τέλος]], Λατ. dissolvere, στον ίδ., Αττ.· [[λύω]] βίον, δηλ. [[πεθαίνω]] σε Ευρ. <b>β)</b> [[καταργώ]], [[ακυρώνω]], σε Ηρόδ., κ.λπ.· [[λύω]] ψῆφον, [[ακυρώνω]] ψήφο, σε Δημ. — Παθ., [[λέλυται]] πάντα, όλοι οι δεσμοί έχουν λυθεί, όλα είναι συγκεχυμένα, στον ίδ. <b>γ)</b> [[λύνω]] [[πρόβλημα]] ή [[δυσκολία]], σε Πλάτ. <b>δ)</b> [[αναιρώ]] κάποιο [[λογικό]] [[επιχείρημα]], σε Αριστ. <b>ε)</b> [[αναλύω]], [[αποκρυπτογραφώ]] την [[πλοκή]] μιας τραγωδίας, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> [[καταργώ]], [[ακυρώνω]] νόμο ή [[συνθήκη]], [[συμφωνία]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[λύνω]], [[εκπληρώνω]], [[εκτελώ]], <i>τὰ μαντεῖα</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">IV.</b> [[προσφέρω]] [[εξιλέωση]] για [[κάτι]], [[επανορθώνω]] [[κάτι]], Λατ. luere, στον ίδ., Ευρ.<br /><b class="num">V.</b> 1. <i>μισθοὺς λύειν</i>, [[πληρώνω]] ολόκληρους τους μισθούς, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>[[τέλη]] λύειν = λυσιτελεῖν</i>, [[πληρώνω]], [[κερδίζω]], [[ωφελώ]], [[ἔνθα]] μὴ [[τέλη]] λύει φρονοῦντι, όπου δεν ωφελεί να είναι [[κάποιος]] [[φρόνιμος]], σε Σοφ.· επίσης, <i>λύει</i> [[χωρίς]] το <i>[[τέλη]]</i>, συντάσσεται όπως το <i>λυσιτελεῖ</i>, δηλ. απολ., λύει [[ἄλγος]], σε Ευρ.· <i>φημὶ τοιούτους γάμους λύειν βροτοῖς</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λύω:''' (ῠ, в fut. и aor. ῡ)<br /><b class="num">1)</b> отвязывать ([[ζυγόν]], [[πρυμνήσια]] Her.): λ. πρύμνας (ср.<br /><b class="num">10)</b> или [[νεῶν]] [[πόδα]] Eur. отвязывать кормы, т. е. сниматься с якорей;<br /><b class="num">2)</b> отпрягать, распрягать (ἵππους ἐξ ὀχέων или ὑφ᾽ ἅρμασιν Hom.);<br /><b class="num">3)</b> развязывать, отстегивать, распускать (ζώνην, θώρηκα Hom.; [[στολάς]] Soph.): λ. κλῇθρα Aesch. разматывать замочный ремень, т. е. отпирать;<br /><b class="num">4)</b> открывать, разверзать ([[στόμα]] Eur.): λ. βλεφάρων ἕδραν Eur. разомкнуть вежды (ср. 7);<br /><b class="num">5)</b> вскрывать, распечатывать (γράμματα Eur.; σφραγῖδας NT);<br /><b class="num">6)</b> освобождать, отпускать на волю (τινὰ δεσμῶν Aesch. и ἐκ τῶν δεσμῶν Plat.; εἱρκτῆς τινα Dem.; ἐκ τῆς φυλακῆς NT);<br /><b class="num">7)</b> отпускать, ослаблять (ἡνίαν Soph.): λ. βλέφαρα Soph. смыкать вежды (ср. 4); τί δ᾽ [[ἐγώ]], ἅπτουσ᾽ ἂν ἢ λύουσα, προσθείμην [[πλέον]]; Soph. как же могла бы я помочь теми или иными действиями?;<br /><b class="num">8)</b> распускать (по домам) (ἀγορήν Hom.);<br /><b class="num">9)</b> физиол. расслаблять (τὴν κοιλίαν Arst.);<br /><b class="num">10)</b> разрушать, ломать (Τροίης κρήδεμνα Hom.; γέφυραν Xen.; ἡ [[πρύμνα]] ἐλύετο ὑπὸ τῆς βίας τῶν κυμάτων NT - ср. 1): λ. γούνατά τινος и τινι Hom. переламывать кому-л. колени, т. е. убивать кого-л.; λύεται δέ μου [[μέλη]] Eur. члены мои слабеют;<br /><b class="num">11)</b> расстраивать, рассеивать, разбивать (τάξιν Xen.);<br /><b class="num">12)</b> разъединять, разрывать: λελύσθαι ἀπ᾽ [[ἀλλήλων]] Xen. не общаться друг с другом;<br /><b class="num">13)</b> нарушать, расторгать (σπονδάς Thuc.; ἐντολάς NT);<br /><b class="num">14)</b> избавлять (κακότητος Hom.; ἐκ πενθέων Pind.);<br /><b class="num">15)</b> утолять, унимать (τὰς ὠδῖνας τοῦ θανάτου NT);<br /><b class="num">16)</b> пресекать, прерывать: λ. [[μένος]] τινί Hom. пресечь чью-л. жизнь;<br /><b class="num">17)</b> кончать, оканчивать (βίον Eur. и τὸ [[τέλος]] βίου Soph.); прекращать, заканчивать (μάχην Arph.; [[νεῖκος]] Hom.; ἔριν Eur.);<br /><b class="num">18)</b> разрешать от грехов (ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, [[ἔσται]] λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς NT);<br /><b class="num">19)</b> отменять, объявлять недействительным (νόμους Her.; ψῆφον Dem.; διαθήκας Isae.);<br /><b class="num">20)</b> (раз)решать (ἀπορίαν Plat.; [[αἴνιγμα]] Luc.);<br /><b class="num">21)</b> выполнять, осуществлять (τοῦ θεοῦ μαντεῖα Soph.);<br /><b class="num">22)</b> возмещать, искупать, заглаживать (τὰς ἁμαρτίας Arph.; φόνον φόνῳ Soph.);<br /><b class="num">23)</b> выплачивать, платить (μισθούς Xen.): λ. τέλη Soph. платить дань, приносить доход, т. е. быть полезным;<br /><b class="num">24)</b> приносить пользу, иметь значение (λύει δ᾽ [[ἄλγος]] Eur.): [[ἐμοί]] τε λύει Eur. для меня же важно; λελύσθαι μοι δοκεῖ Xen. мне кажется, что (это) оказалось полезным;<br /><b class="num">25)</b> рит. разбивать, опровергать (τὸν παραλογισμόν Arst.);<br /><b class="num">26)</b> (о драматургах) приводить к развязке (πολλοὶ δὲ πλέξαντες εὖ λύουσι [[κακῶς]] Arst.);<br /><b class="num">27)</b> смещать, увольнять (τινὰ ἀρχῆς Diod.);<br /><b class="num">28)</b> стих. разрешать долгий слог (в два кратких).
}}
}}