Anonymous

στύφω: Difference between revisions

From LSJ
299 bytes added ,  30 December 2018
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[προξενώ]] [[συρρίκνωση]], [[κυρίως]] τών σιελογόνων του στόματος, [[προξενώ]] [[στυφότητα]]<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[συστολή]] της κοιλιάς, [[επιφέρω]] [[δυσκοιλιότητα]] («τὴν κοιλίαν στύφεσθαι» — καθίσταμαι [[δυσκοίλιος]], Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[εμβαπτίζω]] σε στυπτικό [[διάλυμα]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της προκαταρκτικής επεξεργασίας, [[πριν]] από την [[κυρίως]] [[βαφή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[στύφω]] τα χείλη» και «χείλεα στυφθείς» — [[μαζεύω]] τα χείλη, λόγω στυφής γεύσης ενός τροφίμου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είμαι]] [[αυστηρός]], [[σοβαρός]] ή [[είμαι]] [[κατηφής]], [[μελαγχολικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] με [[στυπτηρία]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) έχω [[στυφή]] [[γεύση]], [[είμαι]] [[στυφός]]<br />β) ελαττώνομαι<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για ήχο) [[ενοχλώ]] με την [[οξύτητα]] που έχω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. [[στύφω]] [[πρέπει]] να συνδεθεί με το επίθ. [[στρυφνός]], ενώ έχει επί [[πλέον]] διατυπωθεί και η [[υπόθεση]] ότι έχει αντικαταστήσει έναν αρχικό αμάρτυρο τ. <i>στρύφω</i>. Η [[άποψη]] αυτή στηρίζεται στην ύπαρξη του μυκηναϊκού τ. <i>turupterija</i>, ο [[οποίος]] οδηγεί σε τ. [[στρυπτηρία]], από όπου προήλθε η λ. [[στυπτηρία]] με ανομοιωτική [[αποβολή]] του -<i>ρ</i>- η οποία γενικεύθηκε και [[έτσι]] απαντά ο τ. [[στύφω]] [[αντί]] του <i>στρύφω</i>. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], τόσο με το ρ. [[στύω]] όσο και με τη λ. [[στυππεῖον]] δεν θεωρείται πιθανή].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[προξενώ]] [[συρρίκνωση]], [[κυρίως]] τών σιελογόνων του στόματος, [[προξενώ]] [[στυφότητα]]<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[συστολή]] της κοιλιάς, [[επιφέρω]] [[δυσκοιλιότητα]] («τὴν κοιλίαν στύφεσθαι» — καθίσταμαι [[δυσκοίλιος]], Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[εμβαπτίζω]] σε στυπτικό [[διάλυμα]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της προκαταρκτικής επεξεργασίας, [[πριν]] από την [[κυρίως]] [[βαφή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[στύφω]] τα χείλη» και «χείλεα στυφθείς» — [[μαζεύω]] τα χείλη, λόγω στυφής γεύσης ενός τροφίμου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είμαι]] [[αυστηρός]], [[σοβαρός]] ή [[είμαι]] [[κατηφής]], [[μελαγχολικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] με [[στυπτηρία]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) έχω [[στυφή]] [[γεύση]], [[είμαι]] [[στυφός]]<br />β) ελαττώνομαι<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για ήχο) [[ενοχλώ]] με την [[οξύτητα]] που έχω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. [[στύφω]] [[πρέπει]] να συνδεθεί με το επίθ. [[στρυφνός]], ενώ έχει επί [[πλέον]] διατυπωθεί και η [[υπόθεση]] ότι έχει αντικαταστήσει έναν αρχικό αμάρτυρο τ. <i>στρύφω</i>. Η [[άποψη]] αυτή στηρίζεται στην ύπαρξη του μυκηναϊκού τ. <i>turupterija</i>, ο [[οποίος]] οδηγεί σε τ. [[στρυπτηρία]], από όπου προήλθε η λ. [[στυπτηρία]] με ανομοιωτική [[αποβολή]] του -<i>ρ</i>- η οποία γενικεύθηκε και [[έτσι]] απαντά ο τ. [[στύφω]] [[αντί]] του <i>στρύφω</i>. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], τόσο με το ρ. [[στύω]] όσο και με τη λ. [[στυππεῖον]] δεν θεωρείται πιθανή].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στύφω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ψω</i>, [[συστέλλω]], [[μαζεύω]], [[σουφρώνω]], [[ξινίζω]] — Παθ., <i>χείλεα στυφθείς</i>, σουφρώνοντας τα χείλη του λόγω της στυφής γεύσης, σε Ανθ.
}}
}}