Anonymous

στύφω: Difference between revisions

From LSJ
314 bytes added ,  31 December 2018
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στύφω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ψω</i>, [[συστέλλω]], [[μαζεύω]], [[σουφρώνω]], [[ξινίζω]] — Παθ., <i>χείλεα στυφθείς</i>, σουφρώνοντας τα χείλη του λόγω της στυφής γεύσης, σε Ανθ.
|lsmtext='''στύφω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ψω</i>, [[συστέλλω]], [[μαζεύω]], [[σουφρώνω]], [[ξινίζω]] — Παθ., <i>χείλεα στυφθείς</i>, σουφρώνοντας τα χείλη του λόγω της στυφής γεύσης, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''στύφω:''' (ῡ)<b class="num">1)</b> иметь вяжущие свойства, стягивать (τὸ [[νίτρον]] στύφει Arst.);<br /><b class="num">2)</b> сжимать: χείλεα στυφθείς Anth. со сведенными (от кислоты) губами.
}}
}}