Anonymous

σκινδάλαμος: Difference between revisions

From LSJ
6
(37)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και σκινδαλαμός και [[σκινδαλμός]], ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σχινδάλαμος]].
|mltxt=και σκινδαλαμός και [[σκινδαλμός]], ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σχινδάλαμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκινδάλᾰμος:''' Αττ. [[σχινδάλαμος]], <i>ὁ</i>, μικρό [[κομμάτι]] ξύλου που έχει αποσχιστεί, [[πελεκούδι]], Λατ. [[scindula]]· μεταφ., <i>λόγων σχινδάλαμοι</i>, λεπτολογίες, αμφίσημα [[λόγια]], γρίφοι, σοφιστείες, σε Αριστοφ.
}}
}}