σκινδάλαμος
English (LSJ)
[ᾰλ], Att. σχινδάλαμος, ὁ,
A splinter, in form σχινδαλμός Hp.Mul.2.133 (σκινδαλαμός, σχιδαλαμός, etc. in codd.); σκινδαλμός, Dsc.1.18.
II metaph., λόγων ἀκριβῶν σχινδάλαμοι straw-splittings, quibbles, Ar.Nu.130, cf. Ra.819, Luc.Hes.5; so σκινδαλμούς Alciphr.3.64:—cf. ἀνασχινδυλεύω.
German (Pape)
[Seite 899] ὁ, zsgzgn σκινδαλμός, attisch σχινδάλαμος u. σχινδαλμός, s. Ruhnk. Tim. 32 u. Piers. Moer. 360, ein gespaltenes, zugespitztes Stück Holz, Schindel, auch Pfahl, Spitzpfahl. – Übertr.: βραδὺς λόγων ἀκριβῶν σχινδαλάμους μαθήσομαι Ar. Nubb. 131; σχινδαλάμων παραξόνια (s. dieses Wort) Ran. 818; Spitzfindigkeiten, Schol. λεπτολογίαι, ἀπὸ τῆς σχίσεως τῶν καλάμων; Alciphr. 3, 64 σκινδαλμοὺς λόγων ἐκμαθών; vgl. Luc. diss. c. Hes. 5.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
éclat de bois, copeau aigu, écharde.
Étymologie: cf. σκίζω.
Greek Monolingual
και σκινδαλαμός και σκινδαλμός, ὁ, Α
βλ. σχινδάλαμος.
Greek Monotonic
σκινδάλᾰμος: Αττ. σχινδάλαμος, ὁ, μικρό κομμάτι ξύλου που έχει αποσχιστεί, πελεκούδι, Λατ. scindula· μεταφ., λόγων σχινδάλαμοι, λεπτολογίες, αμφίσημα λόγια, γρίφοι, σοφιστείες, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
σκινδάλᾰμος: атт. σχινδάλᾰμος (δᾰ) ὁ досл. щепка, заноза, перен. тонкость, уловка Luc.: λόγων σχινδάλαμοι Arph. словесные тонкости, хитросплетения.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκινδάλαμος -ου, ὁ [~ σχίζω] splinter; vandaar mv. spitsvondigheden, subtiliteiten:. λόγων ἀκριβῶν σκινδάλαμοι de fijne kneepjes van overnauwkeurige argumentaties Aristoph. Nub. 130.
Middle Liddell
σκινδάλᾰμος, Att. σχινδάλαμος, ὁ,
a splinter, Lat. scindula:—metaph., λόγων σχινδάλαμοι straw-splittings, quibbles, Ar.
Frisk Etymology German
σκινδάλαμος: -δαλμός
{skindálamos}
See also: s. σχίζω.
Page 2,732