Anonymous

σκινδάλαμος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκινδάλᾰμος:''' Αττ. [[σχινδάλαμος]], <i>ὁ</i>, μικρό [[κομμάτι]] ξύλου που έχει αποσχιστεί, [[πελεκούδι]], Λατ. [[scindula]]· μεταφ., <i>λόγων σχινδάλαμοι</i>, λεπτολογίες, αμφίσημα [[λόγια]], γρίφοι, σοφιστείες, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σκινδάλᾰμος:''' Αττ. [[σχινδάλαμος]], <i>ὁ</i>, μικρό [[κομμάτι]] ξύλου που έχει αποσχιστεί, [[πελεκούδι]], Λατ. [[scindula]]· μεταφ., <i>λόγων σχινδάλαμοι</i>, λεπτολογίες, αμφίσημα [[λόγια]], γρίφοι, σοφιστείες, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκινδάλᾰμος:''' атт. [[σχινδάλαμος|σχινδάλᾰμος]] (δᾰ) ὁ досл. щепка, заноза, перен. тонкость, уловка Luc.: λόγων σχινδάλαμοι Arph. словесные тонкости, хитросплетения.
}}
}}