Anonymous

ποτί: Difference between revisions

From LSJ
207 bytes added ,  30 December 2018
6
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και βοιωτ. τ. πόδ και πόκ και ποί και κατ' αποκοπήν ποτ και πος Α<br /><b>πρόθ.</b> (<b>δωρ. τ.</b>) [[προς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. και αιολ. τ. [[ισοδύναμος]] με την [[πρόθεση]] [[πρός]], [[προτί]], που αντιστοιχεί με αβεστ. <i>paiti</i>, αρχ. περσ. <i>patiy</i> «[[απέναντι]], [[εναντίον]], [[κοντά]]», [[καθώς]] και με τον μυκηναϊκό τ. <i>posi</i> (<b>πρβλ.</b> αρκαδ. τ. <i>πός</i>). Η λ. απαντά [[συχνά]] με τη [[μορφή]] ποτ (ή <i>πο</i>-), με [[αποκοπή]] [[κυρίως]] [[πριν]] από το [[άρθρο]] (<b>πρβλ.</b> [[ποτόν]] <span style="color: red;"><</span> <i>ποτ τον</i>, [[ποτούς]] <span style="color: red;"><</span> <i>ποτ τους</i>), ενώ οι τ. <i>πόδ</i>, <i>πόκ</i> έχουν σχηματιστεί με [[αφομοίωση]] ανάλογα με το αρκτικό [[σύμφωνο]] της λ. που ακολουθεί. Τέλος, ο [[αργίτικος]] τ. <i>ποι</i> έχει προέλθει πιθ. από το [[ποτί]] με [[ανομοίωση]] και απαντά [[πριν]] από λέξεις με αρκτικό οδοντικό].
|mltxt=και βοιωτ. τ. πόδ και πόκ και ποί και κατ' αποκοπήν ποτ και πος Α<br /><b>πρόθ.</b> (<b>δωρ. τ.</b>) [[προς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. και αιολ. τ. [[ισοδύναμος]] με την [[πρόθεση]] [[πρός]], [[προτί]], που αντιστοιχεί με αβεστ. <i>paiti</i>, αρχ. περσ. <i>patiy</i> «[[απέναντι]], [[εναντίον]], [[κοντά]]», [[καθώς]] και με τον μυκηναϊκό τ. <i>posi</i> (<b>πρβλ.</b> αρκαδ. τ. <i>πός</i>). Η λ. απαντά [[συχνά]] με τη [[μορφή]] ποτ (ή <i>πο</i>-), με [[αποκοπή]] [[κυρίως]] [[πριν]] από το [[άρθρο]] (<b>πρβλ.</b> [[ποτόν]] <span style="color: red;"><</span> <i>ποτ τον</i>, [[ποτούς]] <span style="color: red;"><</span> <i>ποτ τους</i>), ενώ οι τ. <i>πόδ</i>, <i>πόκ</i> έχουν σχηματιστεί με [[αφομοίωση]] ανάλογα με το αρκτικό [[σύμφωνο]] της λ. που ακολουθεί. Τέλος, ο [[αργίτικος]] τ. <i>ποι</i> έχει προέλθει πιθ. από το [[ποτί]] με [[ανομοίωση]] και απαντά [[πριν]] από λέξεις με αρκτικό οδοντικό].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποτί:''' [ῐ], Δωρ. αντί [[πρός]], σε Όμηρ., Ησίοδ., Τραγ.· και ως συνθ. όπως στο [[ποτινίσσομαι]], πρβλ. [[προτί]].
}}
}}