Anonymous

συχνός: Difference between revisions

From LSJ
1,637 bytes added ,  30 December 2018
6
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συχνός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. [[συχνιός]], -ά, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αυτός που επαναλαμβάνεται πολλές φορές, [[αλλεπάλληλος]] (α. «μάς κάνει συχνές επισκέψεις τον τελευταίο καιρό» β. «[[μάλα]] γε συχνὸν [[εἶδος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.</b>) [[συχνά]]<br />πολλές φορές, [[συχνάκις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το ουδ. του τ. [[συχνιός]] στον πληθ. ως επίρρ.) [[συχνιά]]<br />[[συχνά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για χρόνο) αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[διάρκεια]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται για μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[συνεχής]]<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ανιαρός]], [[βαρετός]] («εὖ ἐποίησάς με [[μάλα]] συχνοῡ λόγου ἀπαλλάξας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[πολύς]], [[πολυάριθμος]] («[[ὀλιγαρχία]], συχνῶν γέμουσα κακῶν [[πολιτεία]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (για πόλεις ή κατοικημένα μέρη) [[πολυπληθής]], [[πολυάριθμος]] («καὶ ἡ περικειμένη [[χώρα]] συχνὴ καὶ [[σφόδρα]] [[εὐδαίμων]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>6.</b> [[άφθονος]], [[πλούσιος]] («ἀφελὼν συχνὸν [[ἀργύριον]] ἐξ ἑκάστου», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[μεγάλος]]<br /><b>8.</b> ο [[μεγάλης]] ποσότητας<br /><b>9.</b> (για [[αγγείο]]) ο [[μεγάλης]] χωρητικότητας, [[ογκώδης]]<br /><b>10.</b> [[τεταμένος]], [[τεντωμένος]]<br /><b>11.</b> [[σύντονος]], [[συστηματικός]] («περὶ τὰ τοιαῡτ' ἐμπειρίαν τε καὶ σκέψιν γεγονυῑάν μοι καὶ [[μάλα]] συχνήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>12.</b> (το αρσ. στον πληθ. ως απόλ.) <i>συχνῷ</i>- πολλοί [[μαζί]]<br /><b>13.</b> (το ουδ. στον εν. ως επίρρ.) <i>συχνό ν</i><br />α) [[συχνά]]<br />β) σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]]<br /><b>14.</b> (η δοτ. εν. του ουδ. ως επίρρ.) <i>συχνῷ</i>- (με επίθ. συγκρ. βαθμού) [[κατά]] πολύ («νεώτερον ὄντ' ἐμοῡ καὶ συχνῷ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «συχνὸν τοῡ βίου» — μεγάλο [[μέρος]] της ζωής (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «ἠμέρας συχνάς» — για πολλές ημέρες (<b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «ἄλλοι συχνοί» — άλλοι πολλοί (<b>Αριστοφ.</b>)<br />δ) «συχνὸν [[ἔργον]]» — δύσκολο [[έργο]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />ε) «ἐπὶ συχνόν» — επί μακρό [[χρονικό]] [[διάστημα]] <b>(Ιπποκρ.)</b><br />στ) «συχνὸν τὸ ὑπεραῑρον τὸ [[ὕδωρ]] [[[φυτόν]]]» — μεγάλο [[τμήμα]] φυτού που προεξέχει από το [[νερό]] <b>(Θεόφρ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συχνῶς</i> ΜΑ<br />πολλές φορές, [[συχνά]], [[συχνάκις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων. Κατά μία [[άποψη]], όχι πολύ πιθανή, ο τ. [[συχνός]], μέσω ενός τ. <i>τυκ</i>-<i>σνός με</i> αρχική σημ. «[[πυκνός]], πεπιεσμένος», ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>tuk</i>- της ΙΕ ρίζας <i>tu</i><i>ā</i><i>k</i>- «[[συσφίγγω]], [[περικλείω]]»].
|mltxt=-ή, -ό / [[συχνός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. [[συχνιός]], -ά, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αυτός που επαναλαμβάνεται πολλές φορές, [[αλλεπάλληλος]] (α. «μάς κάνει συχνές επισκέψεις τον τελευταίο καιρό» β. «[[μάλα]] γε συχνὸν [[εἶδος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.</b>) [[συχνά]]<br />πολλές φορές, [[συχνάκις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το ουδ. του τ. [[συχνιός]] στον πληθ. ως επίρρ.) [[συχνιά]]<br />[[συχνά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για χρόνο) αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[διάρκεια]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται για μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[συνεχής]]<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ανιαρός]], [[βαρετός]] («εὖ ἐποίησάς με [[μάλα]] συχνοῡ λόγου ἀπαλλάξας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[πολύς]], [[πολυάριθμος]] («[[ὀλιγαρχία]], συχνῶν γέμουσα κακῶν [[πολιτεία]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (για πόλεις ή κατοικημένα μέρη) [[πολυπληθής]], [[πολυάριθμος]] («καὶ ἡ περικειμένη [[χώρα]] συχνὴ καὶ [[σφόδρα]] [[εὐδαίμων]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>6.</b> [[άφθονος]], [[πλούσιος]] («ἀφελὼν συχνὸν [[ἀργύριον]] ἐξ ἑκάστου», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[μεγάλος]]<br /><b>8.</b> ο [[μεγάλης]] ποσότητας<br /><b>9.</b> (για [[αγγείο]]) ο [[μεγάλης]] χωρητικότητας, [[ογκώδης]]<br /><b>10.</b> [[τεταμένος]], [[τεντωμένος]]<br /><b>11.</b> [[σύντονος]], [[συστηματικός]] («περὶ τὰ τοιαῡτ' ἐμπειρίαν τε καὶ σκέψιν γεγονυῑάν μοι καὶ [[μάλα]] συχνήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>12.</b> (το αρσ. στον πληθ. ως απόλ.) <i>συχνῷ</i>- πολλοί [[μαζί]]<br /><b>13.</b> (το ουδ. στον εν. ως επίρρ.) <i>συχνό ν</i><br />α) [[συχνά]]<br />β) σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]]<br /><b>14.</b> (η δοτ. εν. του ουδ. ως επίρρ.) <i>συχνῷ</i>- (με επίθ. συγκρ. βαθμού) [[κατά]] πολύ («νεώτερον ὄντ' ἐμοῡ καὶ συχνῷ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «συχνὸν τοῡ βίου» — μεγάλο [[μέρος]] της ζωής (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «ἠμέρας συχνάς» — για πολλές ημέρες (<b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «ἄλλοι συχνοί» — άλλοι πολλοί (<b>Αριστοφ.</b>)<br />δ) «συχνὸν [[ἔργον]]» — δύσκολο [[έργο]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />ε) «ἐπὶ συχνόν» — επί μακρό [[χρονικό]] [[διάστημα]] <b>(Ιπποκρ.)</b><br />στ) «συχνὸν τὸ ὑπεραῑρον τὸ [[ὕδωρ]] [[[φυτόν]]]» — μεγάλο [[τμήμα]] φυτού που προεξέχει από το [[νερό]] <b>(Θεόφρ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συχνῶς</i> ΜΑ<br />πολλές φορές, [[συχνά]], [[συχνάκις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων. Κατά μία [[άποψη]], όχι πολύ πιθανή, ο τ. [[συχνός]], μέσω ενός τ. <i>τυκ</i>-<i>σνός με</i> αρχική σημ. «[[πυκνός]], πεπιεσμένος», ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>tuk</i>- της ΙΕ ρίζας <i>tu</i><i>ā</i><i>k</i>- «[[συσφίγγω]], [[περικλείω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συχνός:''' -ή, -όν, Α. I. λέγεται για χρόνο, [[μακρύς]], [[μακροχρόνιος]], [[εκτεταμένος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· συχνὸς [[λόγος]], [[μακροσκελής]], [[σχοινοτενής]] [[ομιλία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για αριθμούς, [[πολύς]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>ἡμέρας πολλάς</i>, επί πολλές ημέρες στη [[σειρά]], σε Αριστοφ.· με γεν., συχναὶ [[τῶν]] νήσων, σε Ηρόδ.· απόλ., <i>συχνοί</i>, πολλοί άνθρωποι μαζί, σε Αριστοφ. κ.λπ.· με ουσ. στον ενικ., [[μεγάλος]], [[πολύς]], [[εκτεταμένος]], [[ογκώδης]], στον ίδ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>τὸπολίχνιον συχνὸν ποιεῖν</i>, κάνω τη μικρή πόλη πολυάνθρωπη, πολυσύχναστη, σε Πλάτ.· με γεν., <i>τῆς μαρίλης συχνήν</i>, σε Αριστοφ.<b>Β. I.</b> το επίρρ. <i>συχνῶς</i> (σε Αντιφών.) είναι σπάνιο, αντί [[αυτού]] χρησιμ. τα ουδ. <i>συχνόν</i>, <i>[[συχνά]]</i>, [[πολύ]], με [[μεγάλη]] [[συχνότητα]], τακτικά, σε Πλάτ.· [[μακριά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> δοτ. <i>συχνῷ</i> με συγκρ. επίθ., [[νεώτερος]] [[ἐμοῦ]] καὶ συχνῷ, κατά [[πολύ]] νεότερός μου, σε Δημ.
}}
}}