Anonymous

συχνός: Difference between revisions

From LSJ
1,289 bytes added ,  31 December 2018
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συχνός:''' -ή, -όν, Α. I. λέγεται για χρόνο, [[μακρύς]], [[μακροχρόνιος]], [[εκτεταμένος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· συχνὸς [[λόγος]], [[μακροσκελής]], [[σχοινοτενής]] [[ομιλία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για αριθμούς, [[πολύς]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>ἡμέρας πολλάς</i>, επί πολλές ημέρες στη [[σειρά]], σε Αριστοφ.· με γεν., συχναὶ [[τῶν]] νήσων, σε Ηρόδ.· απόλ., <i>συχνοί</i>, πολλοί άνθρωποι μαζί, σε Αριστοφ. κ.λπ.· με ουσ. στον ενικ., [[μεγάλος]], [[πολύς]], [[εκτεταμένος]], [[ογκώδης]], στον ίδ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>τὸπολίχνιον συχνὸν ποιεῖν</i>, κάνω τη μικρή πόλη πολυάνθρωπη, πολυσύχναστη, σε Πλάτ.· με γεν., <i>τῆς μαρίλης συχνήν</i>, σε Αριστοφ.<b>Β. I.</b> το επίρρ. <i>συχνῶς</i> (σε Αντιφών.) είναι σπάνιο, αντί [[αυτού]] χρησιμ. τα ουδ. <i>συχνόν</i>, <i>[[συχνά]]</i>, [[πολύ]], με [[μεγάλη]] [[συχνότητα]], τακτικά, σε Πλάτ.· [[μακριά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> δοτ. <i>συχνῷ</i> με συγκρ. επίθ., [[νεώτερος]] [[ἐμοῦ]] καὶ συχνῷ, κατά [[πολύ]] νεότερός μου, σε Δημ.
|lsmtext='''συχνός:''' -ή, -όν, Α. I. λέγεται για χρόνο, [[μακρύς]], [[μακροχρόνιος]], [[εκτεταμένος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· συχνὸς [[λόγος]], [[μακροσκελής]], [[σχοινοτενής]] [[ομιλία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για αριθμούς, [[πολύς]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>ἡμέρας πολλάς</i>, επί πολλές ημέρες στη [[σειρά]], σε Αριστοφ.· με γεν., συχναὶ [[τῶν]] νήσων, σε Ηρόδ.· απόλ., <i>συχνοί</i>, πολλοί άνθρωποι μαζί, σε Αριστοφ. κ.λπ.· με ουσ. στον ενικ., [[μεγάλος]], [[πολύς]], [[εκτεταμένος]], [[ογκώδης]], στον ίδ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>τὸπολίχνιον συχνὸν ποιεῖν</i>, κάνω τη μικρή πόλη πολυάνθρωπη, πολυσύχναστη, σε Πλάτ.· με γεν., <i>τῆς μαρίλης συχνήν</i>, σε Αριστοφ.<b>Β. I.</b> το επίρρ. <i>συχνῶς</i> (σε Αντιφών.) είναι σπάνιο, αντί [[αυτού]] χρησιμ. τα ουδ. <i>συχνόν</i>, <i>[[συχνά]]</i>, [[πολύ]], με [[μεγάλη]] [[συχνότητα]], τακτικά, σε Πλάτ.· [[μακριά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> δοτ. <i>συχνῷ</i> με συγκρ. επίθ., [[νεώτερος]] [[ἐμοῦ]] καὶ συχνῷ, κατά [[πολύ]] νεότερός μου, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''συχνός:''' [[συνέχω]] (sing. и pl.)<br /><b class="num">1)</b> непрерывный, постоянный (πόνοι Her.; [[μελέτη]] Plat.): [[πέντε]] [[συχνά]] Plut. пять сразу;<br /><b class="num">2)</b> широкий, обширный ([[διπλόη]], [[εἶδος]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> длительный, продолжительный, долгий ([[χρόνος]] Her.): χρόνῳ [[συχνῷ]] [[ὕστερον]] Plat. долго спустя;<br /><b class="num">4)</b> длинный, пространный (λόγοι Plat.; [[πραγματεία]] Dem.);<br /><b class="num">5)</b> обильный, богатый, большой ([[οὐσία]] Arph.; [[δεῖπνον]] Anth.);<br /><b class="num">6)</b> многочисленный (ἔθνεα Her.): ἡμέρας συχνάς Plat. в течение многих дней подряд; οὔτ᾽ αὐτὸς οὔτ᾽ ἄλλοι συχνοί Arph. ни я сам, ни многие другие; συχναὶ τῶν νήσων Her. много островов;<br /><b class="num">7)</b> многолюдный (τὸ [[πολίχνιον]] Plat.). - см. тж. [[συχνά]], [[συχνόν]] и [[συχνῷ]].
}}
}}