Anonymous

τρίβων: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρίβων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, παλιό και φθαρμένο [[πανωφόρι]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">• [[τρίβων]]:</b> ὁ, ἡ, ως επίθ.,<br /><b class="num">1.</b> ασκημένος ή [[έμπειρος]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[άνθρωπος]] [[πανούργος]], [[πολυμήχανος]] και [[απατεώνας]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τρίβων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, παλιό και φθαρμένο [[πανωφόρι]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">• [[τρίβων]]:</b> ὁ, ἡ, ως επίθ.,<br /><b class="num">1.</b> ασκημένος ή [[έμπειρος]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[άνθρωπος]] [[πανούργος]], [[πολυμήχανος]] και [[απατεώνας]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρίβων:''' ωνος (ῐ) adj. тертый, перен. опытный, сведущий: τ. τινος Her., Eur., Arph., реже τι Eur. опытный в чем-л.<br />ωνος ὁ<br /><b class="num">1)</b> ловкач, хитрец Arph.;<br /><b class="num">2)</b> потертый плащ, рубище (у спартанцев и философов, склонных к аскетизму) Plat., Dem., Plut., Luc., Diog. L.
}}
}}