Anonymous

ὑφίστημι: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ, και ιων. τ. [[ὑπίστημι]] Α<br /><b>βλ.</b> [[υφίσταμαι]].
|mltxt=ΜΑ, και ιων. τ. [[ὑπίστημι]] Α<br /><b>βλ.</b> [[υφίσταμαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑφίστημι:''' Ιων. [[ὑπίστημι]], μέλ. <i>ὑποστήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ὑπέστησα</i>· σ' αυτούς τους χρόνους είναι μτβ.,<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[τοποθετώ]] ή [[στήνω]] από [[κάτω]], <i>τίτινι</i>, σε Ηρόδ., Πίνδ.· [[τρεῖς]] σταυροὺς ὑπίστησι, μπήγει [[τρεις]] ξύλινους στύλους στην [[λίμνη]] για να υποστηρίξει το [[σπίτι]], την [[κατοικία]], σε Ηρόδ.· μεταφ., <i>γνώμας ὑποστήσας [[σοφάς]]</i>, [[αφού]] έστησε σοφές γνώμες ως [[θεμέλιο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[τοποθετώ]] [[κρυφά]] ή σε [[ενέδρα]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> μτβ. επίσης σε μέλ. και Μέσ. αόρ. αʹ, [[αντικαθιστώ]], <i>τί τινι</i>, [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]], σε Ξεν. <b>Β.</b> Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ <i>ὑπ-έστην</i>, παρακ. <i>ὑφ-έστηκα</i>, Ιων. μτχ. <i>ὑπ-εστεώς</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στέκομαι]] από [[κάτω]] ως [[στήριγμα]], με δοτ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μένω]] από [[κάτω]], [[κατασταλάζω]], <i>τὸὑφιστάμενον</i>, [[γάλα]], αντίθ. προς <i>τὸ ἐφιστάμενον</i> ([[κρέμα]], [[καϊμάκι]], [[αφρόγαλα]]), στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[θέτω]] τον εαυτό μου [[κάτω]] από [[μία]] [[δέσμευση]], [[αναλαμβάνω]] την [[ευθύνη]] ή [[υπόσχομαι]] να κάνω [[κάτι]], με απαρ. μέλ., <i>ὅσσ' Ἀχιλῆϊ ὑπέστημεν δώσειν</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με απαρ. αόρ., <i>οὔ τίς με ὑπέστη σαῶσαι</i>, στο ίδ.· με απαρ. ενεστ., σε Ηρόδ.· απόλ., [[αφού]] δόθηκε η [[υπόσχεση]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ὥσπερ]] ὑπέστη, όπως υποσχέθηκε, σε Θουκ.· όταν ακολουθ. από αιτ. μπορεί να εννοηθεί ένα απαρ., <i>[[τρίποδας]] οὕς οἱ ὑπέστη</i> (ενν. <i>δώσειν</i>), σε Ομήρ. Ιλ.· ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν ἥνπερ [[ὑπέσταν]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> υποτάσσομαι σε κάποιον, <i>τινι</i>, στο ίδ. <b>3. α)</b> με αιτ. πράγμ., υποτάσσομαι σε [[κάτι]], [[συναινώ]] σε [[κάτι]], <i>ὁ τὸ ἐλάχιστον ὑπιστάμενος</i>, αυτός που συναινεί να [[πάρει]] το ελάχιστο, σε Ηρόδ.· <i>ὑφίσταμαι τὸν πλοῦν</i>, τον [[αναλαμβάνω]] [[χωρίς]] τη θέλησή μου, σε Θουκ.· ομοίως, <i>ὑφίσταμαι τὸν κίνδυνον</i>, στον ίδ.· [[σπανίως]] με δοτ., <i>ὑφίσταμαι ξυμφοραῖς ταῖς μεγίσταις</i>, στον ίδ. <b>β)</b> [[αναλαμβάνω]] ένα [[αξίωμα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> παραφυλάω κρυμμένος ή σε [[ενέδρα]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b>[[αντιστέκομαι]], [[προβάλλω]] [[αντίσταση]] σε [[μία]] [[επίθεση]], [[ανθίσταμαι]], [[αντιτίθεμαι]], [[αποκρούω]], με δοτ., σε Αισχύλ.· με αιτ., σε Ευρ., Θουκ.· απόλ., [[διατηρώ]] τη [[θέση]] μου, [[αντιμετωπίζω]] τον εχθρό, Λατ. subsistere, σε Ευρ., Θουκ.
}}
}}