Anonymous

ὑποταράσσω: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. ὑποταράττω και συγκεκομμένος τ. [[ὑποθράττω]] Α [[ταράσσω]] / [[ταράττω]]]<br />[[ταράζω]], [[ενοχλώ]] (α. «τοῡ βασιλείου ἵππου ὑποταραχθέντος», Θεοφάν. Σιμ.<br />β. «[[ἡνίκα]] Κλέων μ' ὑπετάραττεν ἐπικείμενος», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. ὑποταράττω και συγκεκομμένος τ. [[ὑποθράττω]] Α [[ταράσσω]] / [[ταράττω]]]<br />[[ταράζω]], [[ενοχλώ]] (α. «τοῡ βασιλείου ἵππου ὑποταραχθέντος», Θεοφάν. Σιμ.<br />β. «[[ἡνίκα]] Κλέων μ' ὑπετάραττεν ἐπικείμενος», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποτᾰράσσω:''' συνηρ. -[[θράσσω]], Αττ. -ττω· μέλ. <i>-ξω</i>· [[αναταράζω]], [[ταράζω]] από [[κάτω]] ή [[λιγάκι]], σε Αριστοφ. — Παθ., ταράζομαι κάπως, σε Λουκ.
}}
}}