Anonymous

ὑποταράσσω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποτᾰράσσω:''' συνηρ. -[[θράσσω]], Αττ. -ττω· μέλ. <i>-ξω</i>· [[αναταράζω]], [[ταράζω]] από [[κάτω]] ή [[λιγάκι]], σε Αριστοφ. — Παθ., ταράζομαι κάπως, σε Λουκ.
|lsmtext='''ὑποτᾰράσσω:''' συνηρ. -[[θράσσω]], Αττ. -ττω· μέλ. <i>-ξω</i>· [[αναταράζω]], [[ταράζω]] από [[κάτω]] ή [[λιγάκι]], σε Αριστοφ. — Παθ., ταράζομαι κάπως, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποτᾰράσσω:''' атт. ὑποτᾰράττω, стяж. [[ὑποθράττω]] приводить в некоторое замешательство, немного смущать, тревожить (τινά Arph.): ὑπεταράχθη πρὸς τὸ [[αἰφνίδιον]] Luc. он испугался от неожиданности.
}}
}}