Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιδικάζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπιδικάζω]])<br />(για δικαστήριο ή δικαστική [[απόφαση]]) [[αναγνωρίζω]] [[δικαίωμα]] ή [[απαίτηση]] («το δικαστήριο του επιδίκασε χίλιες δραχμές [[αποζημίωση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> (για ενάγοντα) [[καταφεύγω]] στα δικαστήρια για να βρω το δίκιο μου («προσαγορεύειν δὲ τὲν φόνον τῷ δράσαντι καὶ ἐπιδικασάμενον ἐν ἀγορᾷ κηρῡξαι τῷ κτείναντι», <b>Πλάτ.</b>).<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[κινώ]] δικαστική [[αγωγή]], [[προβάλλω]] αξιώσεις<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐπιδικάζομαι τῆς ἐπικλήρου» — [[ζητώ]] να εγκριθεί με δικαστική [[απόφαση]] ο [[γάμος]] μου με επίκληρο [[γυναίκα]].
|mltxt=(AM [[ἐπιδικάζω]])<br />(για δικαστήριο ή δικαστική [[απόφαση]]) [[αναγνωρίζω]] [[δικαίωμα]] ή [[απαίτηση]] («το δικαστήριο του επιδίκασε χίλιες δραχμές [[αποζημίωση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> (για ενάγοντα) [[καταφεύγω]] στα δικαστήρια για να βρω το δίκιο μου («προσαγορεύειν δὲ τὲν φόνον τῷ δράσαντι καὶ ἐπιδικασάμενον ἐν ἀγορᾷ κηρῡξαι τῷ κτείναντι», <b>Πλάτ.</b>).<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[κινώ]] δικαστική [[αγωγή]], [[προβάλλω]] αξιώσεις<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐπιδικάζομαι τῆς ἐπικλήρου» — [[ζητώ]] να εγκριθεί με δικαστική [[απόφαση]] ο [[γάμος]] μου με επίκληρο [[γυναίκα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιδῐκάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αποδίδω]] [[περιουσία]] σε κάποιον, λέγεται για τον δικαστή, σε Δημ. — Παθ., <i>ἐπιδεδικασμένου τὸν κλῆρον</i>, έχοντάς το κατακυρωμένο σε κάποιον, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., λέγεται για τον ενάγοντα, [[καταφεύγω]] στο δικαστήριο για να επικυρώσω το δίκιο μου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ενάγω]], αιτούμαι δικαστικώς, σε Δημ. κ.λπ.
}}
}}