ἐπιδικάζω

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδῐκάζω Medium diacritics: ἐπιδικάζω Low diacritics: επιδικάζω Capitals: ΕΠΙΔΙΚΑΖΩ
Transliteration A: epidikázō Transliteration B: epidikazō Transliteration C: epidikazo Beta Code: e)pidika/zw

English (LSJ)

A adjudge property in dispute to one, of the judge, ἐ. κλῆρόν τινι Is.11.26, D.48.26:—Pass., ἐπιδεδικασμένου καὶ ἔχοντος τὸν κλῆρον having had it adjudged to one and being in possession, Id.43.7: abs., Lexib.16.
II. Med., of the claimant, go to law to establish one's claim, Pl.Lg.874a, PGnom.28,40 (ii A.D.); ἔχω.. τὸν κλῆρον ἐπιδικασάμενος I have obtained it by a lawsuit, Is.11.19.
2. c.gen., sue for, claim at law, ἐπιδικάζεσθαι τοῦ κλήρου Lys.Fr.32, Is.3.41, D. 43.3; ἐ. τῆς ἐπικλήρου claim the hand of the heiress, ib.55, cf. And.1.120, Is.10.5; Ἐπιδικαζόμενος, ὁ, title of plays by Philem., Diph., and Apollod.; later ἐ. τῆς ἀρχῆς J.AJ19.2.1: metaph., ἐ. τῆς μέσης χώρας Arist.EN1107b31:—Pass., to be assigned, of an heiress, D.S.12.18.

German (Pape)

[Seite 938] gerichtlich zusprechen, vom Richter, bes. eine Erbschaft, ἐπεδίκασεν ὁ ἄρχων τοῖς ἀντιδίκοις τὸν κλῆρον Dem. 48, 26; daher παρὰ τοῦ ἐπιδεδικασμένου καὶ ἔχοντος τὸν κλῆρον, dem die Erbschaft zugesprochen worden, 43, 7; ἐπιδικασθεῖσα, die Einem zugesprochene Erbinn, Is. 6, 14; D. Sic. 12, 18. – Med. eine Sache vor Gericht zum Spruche bringen, Plat. Legg. IX, 874 a; bes. sich eine Erbschaft zusprechen lassen, τοῦ κλήρου Dem. 43, 3; Andoc. 3, 41; Is. oft; τῆς οὐσίας Isocr. 19, 3; auch τῆς ἐπικλήρου, eine reiche Erbtochter, Dem. 43, 55; γυναικός Andoc. 1, 119. Vgl. Herm. Staatsalterth. §. 121, 5 Meier u. Schömann Att. Prozess S. 462. – Übh. wornach trachten, Arist. Eth. 2, 7; ἀνδρός Schol. Ar. Nubb. 40.

French (Bailly abrégé)

adjuger un bien en litige;
Moy. ἐπιδικάζομαι réclamer en justice.
Étymologie: ἐπί, δικάζω.

Greek Monolingual

(AM ἐπιδικάζω)
(για δικαστήριο ή δικαστική απόφαση) αναγνωρίζω δικαίωμα ή απαίτηση («το δικαστήριο του επιδίκασε χίλιες δραχμές αποζημίωση»)
αρχ.
1. μέσ. (για ενάγοντα) καταφεύγω στα δικαστήρια για να βρω το δίκιο μου («προσαγορεύειν δὲ τὲν φόνον τῷ δράσαντι καὶ ἐπιδικασάμενον ἐν ἀγορᾷ κηρῡξαι τῷ κτείναντι», Πλάτ.).
2. μέσ. κινώ δικαστική αγωγή, προβάλλω αξιώσεις
3. φρ. «ἐπιδικάζομαι τῆς ἐπικλήρου» — ζητώ να εγκριθεί με δικαστική απόφαση ο γάμος μου με επίκληρο γυναίκα.

Greek Monotonic

ἐπιδῐκάζω: μέλ. -άσω,
I. αποδίδω περιουσία σε κάποιον, λέγεται για τον δικαστή, σε Δημ. — Παθ., ἐπιδεδικασμένου τὸν κλῆρον, έχοντάς το κατακυρωμένο σε κάποιον, στον ίδ.
II. 1. Μέσ., λέγεται για τον ενάγοντα, καταφεύγω στο δικαστήριο για να επικυρώσω το δίκιο μου, σε Πλάτ.
2. με γεν., ενάγω, αιτούμαι δικαστικώς, σε Δημ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδῐκάζω: юр.
1 присуждать (κλῆρόν τινι Isae., Dem.): ὁ ἐπιδεδικασμένος καὶ ἔχων τὸν κλῆρον Dem. выигравший дело о наследстве;
2 med. (тж. ἐ. ἐν ἀγορᾷ Plat.) требовать себе по суду (τῆς οὐσίας Isocr.; τοῦ κλήρου Lys., Dem.): ἐ. τῆς ἐπικλήρου Dem. добиваться в судебном порядке руки наследницы; ἡ ἐπιδικασθεῖσα Isae., Diod. наследница, о претензии на руку которой заявлено в суд;
3 med. добиваться, претендовать (τῆς μέσης χώρας Arst.).

Middle Liddell

fut. άσω
I. to adjudge property to one, of the judge, Dem.:—Pass., ἐπιδεδικασμένου τὸν κλῆρον having had it adjudged to one, Dem.
II. Mid., of the claimant, to go to law to establish one's claim, Plat.
2. c. gen. to sue for, claim at law, Dem., etc.