3,244,259
edits
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιδῐκάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αποδίδω]] [[περιουσία]] σε κάποιον, λέγεται για τον δικαστή, σε Δημ. — Παθ., <i>ἐπιδεδικασμένου τὸν κλῆρον</i>, έχοντάς το κατακυρωμένο σε κάποιον, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., λέγεται για τον ενάγοντα, [[καταφεύγω]] στο δικαστήριο για να επικυρώσω το δίκιο μου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ενάγω]], αιτούμαι δικαστικώς, σε Δημ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἐπιδῐκάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αποδίδω]] [[περιουσία]] σε κάποιον, λέγεται για τον δικαστή, σε Δημ. — Παθ., <i>ἐπιδεδικασμένου τὸν κλῆρον</i>, έχοντάς το κατακυρωμένο σε κάποιον, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., λέγεται για τον ενάγοντα, [[καταφεύγω]] στο δικαστήριο για να επικυρώσω το δίκιο μου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ενάγω]], αιτούμαι δικαστικώς, σε Δημ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιδῐκάζω:''' юр.<br /><b class="num">1)</b> присуждать (κλῆρόν τινι Isae., Dem.): ὁ ἐπιδεδικασμένος καὶ ἔχων τὸν κλῆρον Dem. выигравший дело о наследстве;<br /><b class="num">2)</b> med. (тж. ἐ. ἐν ἀγορᾷ Plat.) требовать себе по суду (τῆς οὐσίας Isocr.; τοῦ κλήρου Lys., Dem.): ἐ. τῆς ἐπικλήρου Dem. добиваться в судебном порядке руки наследницы; ἡ ἐπιδικασθεῖσα Isae., Diod. наследница, о претензии на руку которой заявлено в суд;<br /><b class="num">3)</b> med. добиваться, претендовать (τῆς [[μέσης]] χώρας Arst.). | |||
}} | }} |