3,274,159
edits
(22) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[λαθαίνω]] (AM [[λανθάνω]], Α και [[λήθω]], Μ και [[λαθαίνω]] και λαθάνω)<br /><b>1.</b> [[διαφεύγω]] την [[προσοχή]] κάποιου, [[μένω]] [[απαρατήρητος]] (α. «λάθε δ' Ἕκτορα», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[οὐδέ]] με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ' ἦγε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «λάθε βιώσας» — να ζεις διακριτικά [[χωρίς]] να επιδιώκεις αυτοπροβολή και [[διαφήμιση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>λανθάνομαι</i><br />[[λαθεύω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>ιατρ.</b> α) «λανθάνουσα [[νόσος]]» — [[νόσος]] της οποίας τα συμπτώματα και η [[εξέλιξη]] δεν [[είναι]] εμφανή<br />β) «λανθάνουσα [[λοίμωξη]]» — [[λοίμωξη]] [[κατά]] την οποία οι νοσογόνοι παράγοντες που έχουν εισέλθει στον οργανισμό βρίσκονται στη [[φάση]] της επώασης<br />γ) <b>φυσιολ.</b> «λανθάνων [[χρόνος]]» — ο [[χρόνος]] που παρέρχεται από την [[εφαρμογή]] του ερεθίσματος σε έναν ιστό ώς την πρώτη [[ένδειξη]] αντίδρασης από αυτόν<br />δ) <b>(φωτογρ.)</b> «λανθάνουσα [[εικόνα]]» — η [[εικόνα]] που σχηματίζεται [[κατά]] τη [[φωτογράφηση]] [[πάνω]] στη φωτοπαθή [[επιφάνεια]] φωτογραφικών πλακών ή ταινιών και γίνεται ορατή με τη [[διαδικασία]] της εμφάνισης<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ξεχνώ]], [[λησμονώ]], [[παραλείπω]]<br /><b>2.</b> [[εξαπατώ]], [[ξεγελώ]] («άνεν και η Ήρα η θεά... γροικά το [[μήλο]] το χρυσό να θα κληρονομήσει, 'ς τούτο [[πολλά]] λανθάνεται», Φορτουν.)<br /><b>3.</b> (η μτχ. μέσ. παρακμ.) [[λανθασμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>)<br />α) [[εσφαλμένος]] («ο [[λογαριασμός]] [[είναι]] [[λανθασμένος]]»)<br />β) εξαπατημένος, [[γελασμένος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[λάθος]], [[σφάλλω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «μέ λανθάνει ή [[στράτα]]» — [[χάνω]] τον δρόμο μου<br />β) «μέ λανθάνει ή [[βασιλεία]]» — [[χάνω]] τη [[βασιλεία]]<br />(μσν. -αρχ.) (με κατηγ. μτχ. που αποδίδεται ως ρ. και το ρ. ως επίρρ.) [[κρυφά]], [[μυστικά]], απαρατήρητα (α. «ὑποδεξάμενος τὸν ξεῑνον φονέα τοῡ παιδὸς ἐλάνθανε βόσκων», <b>Ηρόδ.</b><br />β «[[ὅπως]] μὴ λήσουσιν αὐτοὺς αἱ [[νῆες]]... ἀφορμηθεῑσαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να ξεχάσει [[κάτι]] («[[ὄφρα]]... [[λελάθῃ]] ὀδυνάων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>λανθάνομαι</i><br />α) [[λησμονώ]], [[ξεχνώ]] (α. «Κίρκης μὲν ἐφημοσύνης... λανθανόμην», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β «[[ἄλγος]], οὗ ποτ' οὐ λελήσεται», <b>Ευρ.</b>)<br />β) [[παραμελώ]], [[παραλείπω]] («ἢ λάθετ' ἢ οὐκ ἐνόησεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ενεστ. τ. [[λήθω]] και ο αόρ. <i>ἔλαθον</i> [[είναι]] οι αρχαιότεροι και ανάγονται σε θ. <i>λᾶ</i>-, επαυξημένο με το [[πρόσφυμα]] -<i>dh</i>-(<i>λα</i>-<i>θ</i>-), <b>[[πρβλ]].</b> [[βρίθω]], [[αλλά]] και <i>lateo</i> «[[λανθάνω]]». Ο ενεστ. τ. [[λανθάνω]] σχηματίστηκε [[υστερογενώς]] από τον αόρ. <i>ἔλαθον</i> [[κατά]] το [[πρότυπο]] του [[μανθάνω]]: <i>ἔμαθον</i>. Ο ενεστ. τ. [[λαθαίνω]] σχηματίστηκε και αυτός από το θ. <i>λαθ</i>- του αορίστου [[κατά]] τα ρ. σε -[[αίνω]]. Η μεταγενέστερη μτχ. [[λανθασμένος]] έχει σχηματιστεί αναλογικά [[προς]] τις μετοχές τών ρ. σε -<i>άζω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>διαβασμένος</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> (Α' [[λανθάνω]]) [[λάθος]], [[λάθρα]], [[λήθη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λαθητικός]], [[λαθοσύνα]], [[λήσμων]], [[λήστις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λαθασιά]], [[λάθησις]]. (Β' [[λαθαίνω]]) <b>αρχ.-μσν.</b> [[λαθασμός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λαθαστής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λαθάνεμος]], [[λαθίπονος]], [[λησίμβροτος]]. (Β' συνθετικό) [[διαλανθάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπολανθάνω]], [[εκλανθάνω]], [[παραλανθάνω]], [[συλλανθάνω]]. | |mltxt=και [[λαθαίνω]] (AM [[λανθάνω]], Α και [[λήθω]], Μ και [[λαθαίνω]] και λαθάνω)<br /><b>1.</b> [[διαφεύγω]] την [[προσοχή]] κάποιου, [[μένω]] [[απαρατήρητος]] (α. «λάθε δ' Ἕκτορα», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[οὐδέ]] με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ' ἦγε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «λάθε βιώσας» — να ζεις διακριτικά [[χωρίς]] να επιδιώκεις αυτοπροβολή και [[διαφήμιση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>λανθάνομαι</i><br />[[λαθεύω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>ιατρ.</b> α) «λανθάνουσα [[νόσος]]» — [[νόσος]] της οποίας τα συμπτώματα και η [[εξέλιξη]] δεν [[είναι]] εμφανή<br />β) «λανθάνουσα [[λοίμωξη]]» — [[λοίμωξη]] [[κατά]] την οποία οι νοσογόνοι παράγοντες που έχουν εισέλθει στον οργανισμό βρίσκονται στη [[φάση]] της επώασης<br />γ) <b>φυσιολ.</b> «λανθάνων [[χρόνος]]» — ο [[χρόνος]] που παρέρχεται από την [[εφαρμογή]] του ερεθίσματος σε έναν ιστό ώς την πρώτη [[ένδειξη]] αντίδρασης από αυτόν<br />δ) <b>(φωτογρ.)</b> «λανθάνουσα [[εικόνα]]» — η [[εικόνα]] που σχηματίζεται [[κατά]] τη [[φωτογράφηση]] [[πάνω]] στη φωτοπαθή [[επιφάνεια]] φωτογραφικών πλακών ή ταινιών και γίνεται ορατή με τη [[διαδικασία]] της εμφάνισης<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ξεχνώ]], [[λησμονώ]], [[παραλείπω]]<br /><b>2.</b> [[εξαπατώ]], [[ξεγελώ]] («άνεν και η Ήρα η θεά... γροικά το [[μήλο]] το χρυσό να θα κληρονομήσει, 'ς τούτο [[πολλά]] λανθάνεται», Φορτουν.)<br /><b>3.</b> (η μτχ. μέσ. παρακμ.) [[λανθασμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>)<br />α) [[εσφαλμένος]] («ο [[λογαριασμός]] [[είναι]] [[λανθασμένος]]»)<br />β) εξαπατημένος, [[γελασμένος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[λάθος]], [[σφάλλω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «μέ λανθάνει ή [[στράτα]]» — [[χάνω]] τον δρόμο μου<br />β) «μέ λανθάνει ή [[βασιλεία]]» — [[χάνω]] τη [[βασιλεία]]<br />(μσν. -αρχ.) (με κατηγ. μτχ. που αποδίδεται ως ρ. και το ρ. ως επίρρ.) [[κρυφά]], [[μυστικά]], απαρατήρητα (α. «ὑποδεξάμενος τὸν ξεῑνον φονέα τοῡ παιδὸς ἐλάνθανε βόσκων», <b>Ηρόδ.</b><br />β «[[ὅπως]] μὴ λήσουσιν αὐτοὺς αἱ [[νῆες]]... ἀφορμηθεῑσαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να ξεχάσει [[κάτι]] («[[ὄφρα]]... [[λελάθῃ]] ὀδυνάων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>λανθάνομαι</i><br />α) [[λησμονώ]], [[ξεχνώ]] (α. «Κίρκης μὲν ἐφημοσύνης... λανθανόμην», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β «[[ἄλγος]], οὗ ποτ' οὐ λελήσεται», <b>Ευρ.</b>)<br />β) [[παραμελώ]], [[παραλείπω]] («ἢ λάθετ' ἢ οὐκ ἐνόησεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ενεστ. τ. [[λήθω]] και ο αόρ. <i>ἔλαθον</i> [[είναι]] οι αρχαιότεροι και ανάγονται σε θ. <i>λᾶ</i>-, επαυξημένο με το [[πρόσφυμα]] -<i>dh</i>-(<i>λα</i>-<i>θ</i>-), <b>[[πρβλ]].</b> [[βρίθω]], [[αλλά]] και <i>lateo</i> «[[λανθάνω]]». Ο ενεστ. τ. [[λανθάνω]] σχηματίστηκε [[υστερογενώς]] από τον αόρ. <i>ἔλαθον</i> [[κατά]] το [[πρότυπο]] του [[μανθάνω]]: <i>ἔμαθον</i>. Ο ενεστ. τ. [[λαθαίνω]] σχηματίστηκε και αυτός από το θ. <i>λαθ</i>- του αορίστου [[κατά]] τα ρ. σε -[[αίνω]]. Η μεταγενέστερη μτχ. [[λανθασμένος]] έχει σχηματιστεί αναλογικά [[προς]] τις μετοχές τών ρ. σε -<i>άζω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>διαβασμένος</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> (Α' [[λανθάνω]]) [[λάθος]], [[λάθρα]], [[λήθη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λαθητικός]], [[λαθοσύνα]], [[λήσμων]], [[λήστις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λαθασιά]], [[λάθησις]]. (Β' [[λαθαίνω]]) <b>αρχ.-μσν.</b> [[λαθασμός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λαθαστής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λαθάνεμος]], [[λαθίπονος]], [[λησίμβροτος]]. (Β' συνθετικό) [[διαλανθάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπολανθάνω]], [[εκλανθάνω]], [[παραλανθάνω]], [[συλλανθάνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λανθάνω:''' και [[λήθω]] (√<i>ΛΑΘ</i>),<br /><b class="num">Α.</b> παρατ. <i>ἐλάνθανον</i>, <i>ἔληθον</i>, Επικ. [[λῆθον]], Ιων. γʹ ενικ. <i>λήθεσκεν</i>· μέλ. [[λήσω]], Δωρ. <i>λᾱσῶ</i>, αόρ. βʹ <i>ἔλᾰθον</i>, παρακ. [[λέληθα]], υπερσ. <i>ἐλελήθειν</i>, Αττ. βʹ και γʹ ενικ. <i>ἐλελήθης</i>, <i>ἐλελήθη</i>, Ιων. [[ἐλελήθεε]]· στους περισσότερους Ενεργ. χρόνους, [[διαφεύγω]] της προσοχής κάποιου, [[παραμένω]] [[άγνωστος]], [[αόρατος]], [[απαρατήρητος]]. Συντάσσεται:<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. προσ. μόνο, [[λανθάνω]] τινά, [[ξεφεύγω]] της προσοχής κάποιου, Λατ. [[latere]] aliquem, σε Όμηρ., Αττ.· απρόσ., <i>σὲ λέληθε</i>, διέφυγε της προσοχής [[σου]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[συχνά]] με μτχ., [[οπότε]] η μτχ. μεταφράζεται ως [[ρήμα]], και το [[λανθάνω]] με επίρρ., απροσδόκητα, απαρατήρητα, αόρατα· και αυτό, <b>α)</b> [[είτε]] με αιτ. προσ., ἄλλον τινὰ [[λήθω]] μαρνάμενος, δεν βλέπομαι από κάποιον ενώ [[μάχομαι]], δηλ. [[μάχομαι]] [[χωρίς]] να [[φαίνομαι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μὴ λάθῃ με προσπεσών</i>, [[μήπως]] επέρθει απροσδόκητα, σε Σοφ. <b>β)</b> [[είτε]] [[χωρίς]] αιτ., <i>μὴ διαφθαρείς λάθῃ</i>, [[μήπως]] καταστραφεί [[χωρίς]] να το καταλάβει, στον ίδ.· <i>δουλεύων λέληθας</i>, έγινες [[σκλάβος]] [[χωρίς]] να το καταλάβεις, σε Αριστοφ. Η [[σύνταξη]] αυτή αντιστρέφεται και το [[λαθών]] τίθεται αντί μτχ., ἀπὸ τείχεος [[ἇλτο]] [[λαθών]] (αντί ἔλαθεν [[ἁλόμενος]]), σε Ομήρ. Ιλ.· <i>λήθουσά μ' ἐξέπινες</i>, σε Σοφ. <b>Β.</b> Ενεργ., [[ληθάνω]], αόρ. βʹ <i>λέλᾰθον</i>, βλ. κατωτ. Τα [[σύνθετα]] ρήματα ἐκ-[[ληθάνω]], ἐπι-[[λήθω]] λαμβάνουν μτβ. [[σημασία]], κάνω κάποιον να ξεχάσει [[κάτι]], με γεν. πράγμ.· ομοίως στον αναδιπλ. αόρ. βʹ <i>λέλᾰθον</i>, [[ὄφρα]] [[λελάθῃ]] ὀδυνάων, για να τον κάνει να λησμονήσει τους πόνους του, σε Ομήρ. Ιλ. <b>Γ.</b> Μέσ. και Παθ. <i>λανθάνομαι</i>· <i>λήθομαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ., Δωρ. λάθομαι [ᾱ], Επικ. παρατ. <i>λανθανόμην</i>, μέλ. [[λήσομαι]], Δωρ. <i>λᾱσεῦμαι</i>, επίσης [[λελήσομαι]], αόρ. <i>ἐλησάμην</i>, επίσης <i>ἐλήσθην</i>, Δωρ. απαρ. [[λασθῆμεν]], αόρ. βʹ <i>ἐλᾰθόμην</i>, Επικ. <i>λαθ-</i>, επίσης Επικ. με αναδιπλ. <i>λελάθοντο</i>, κ.λπ. (βλ. κατωτ.)· — [[λέλησμαι]], Επικ. [[λέλασμαι]], μτχ. <i>λελασμένος</i>, κ.λπ.· πρβλ. [[ἐπιλήθω]]. Μέσ. και Παθ., [[αφήνω]] [[κάτι]] να μου διαφύγει, [[ξεχνώ]], [[λησμονώ]]·<br /><b class="num">1.</b> απόλ. ή με γεν. πράγμ., [[λησμονώ]], σε Όμηρ.· ομοίως στον αναδιπλ. αόρ., οὐδὲ [[σέθεν]] θεοὶ λελάθοντο, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· ομοίως, Παθ. παρακ., [[ἐμεῖο]] λελασμένος, στο ίδ.· <i>κείνου λελῆσθαι</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[λησμονώ]] [[επίτηδες]], [[αντιπαρέρχομαι]], <i>ἢ λάθετ' ἢ οὐκ ἐνόησεν</i>, ή είχε κατά νου να προσφέρει [[θυσία]] και το ξέχασε ή δεν σκέφτηκε [[καθόλου]] [[κάτι]] τέτοιο, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |