Anonymous

ἐχέγγυος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (ΑΜ [[ἐχέγγυος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει ή που μπορεί να δώσει [[εγγύηση]] και [[ασφάλεια]], [[αξιόπιστος]], [[ασφαλής]] («τοῡ θανάτου τῇ ζημίᾳ ὡς ἐχεγγύω πιστεύσαντες» — [[επειδή]] πίστεψαν στην [[ποινή]] του θανάτου, [[διότι]] παρέχει [[εγγύηση]] περιορισμού τών εγκλημάτων, <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εχέγγυο</i>(<i>ν</i>)<br />αυτό που παρέχεται ως [[εγγύηση]], που θεωρείται ως [[ασφάλεια]] («έχει τα εχέγγυα μιας λαμπρής σταδιοδρομίας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αρκετά [[ισχυρός]] στο να... («οὐκ ὤν [[ἐχέγγυος]] ἐνεγκεῑν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τη [[βεβαίωση]] ότι δεν έχει να φοβηθεί [[τίποτα]], που [[είναι]] υπό την [[εγγύηση]], υπό την [[προστασία]] κάποιου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐχεγγύως</i> (Α)<br />με αξιόπιστο τρόπο, με ασφαλή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εχε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i> I) <span style="color: red;">+</span> [[εγγύη]]].
|mltxt=-ο (ΑΜ [[ἐχέγγυος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει ή που μπορεί να δώσει [[εγγύηση]] και [[ασφάλεια]], [[αξιόπιστος]], [[ασφαλής]] («τοῡ θανάτου τῇ ζημίᾳ ὡς ἐχεγγύω πιστεύσαντες» — [[επειδή]] πίστεψαν στην [[ποινή]] του θανάτου, [[διότι]] παρέχει [[εγγύηση]] περιορισμού τών εγκλημάτων, <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εχέγγυο</i>(<i>ν</i>)<br />αυτό που παρέχεται ως [[εγγύηση]], που θεωρείται ως [[ασφάλεια]] («έχει τα εχέγγυα μιας λαμπρής σταδιοδρομίας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αρκετά [[ισχυρός]] στο να... («οὐκ ὤν [[ἐχέγγυος]] ἐνεγκεῑν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τη [[βεβαίωση]] ότι δεν έχει να φοβηθεί [[τίποτα]], που [[είναι]] υπό την [[εγγύηση]], υπό την [[προστασία]] κάποιου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐχεγγύως</i> (Α)<br />με αξιόπιστο τρόπο, με ασφαλή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εχε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i> I) <span style="color: red;">+</span> [[εγγύη]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐχέγγυος:''' -ον ([[ἐγγύη]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει δώσει ή είναι [[ικανός]] να δώσει [[εγγύηση]], [[αξιόπιστος]], [[φερέγγυος]], [[ασφαλής]], σε Ευρ.· [[ζημία]] ἐχ., [[ποινή]] πάνω στην οποία [[κάποιος]] μπορεί να βασιστεί (για την [[πρόληψη]] εγκλήματος), σε Θουκ.· <i>τὸ ἐχέγγυον</i>, [[εγγύηση]], [[ασφάλεια]], σε Ηρόδ.· με απαρ., αυτός που είναι επαρκώς, ικανοποιητικά [[ισχυρός]], [[δυνατός]] για να κάνει [[κάτι]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός που έχει λάβει [[ενέχυρο]], εχέγγυο, [[ασφάλεια]], σε Ηρόδ.· ο ασφαλισμένος στην [[περίπτωση]] κινδύνου, σε Σοφ.
}}
}}