3,277,719
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐχέγγυος:''' -ον ([[ἐγγύη]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει δώσει ή είναι [[ικανός]] να δώσει [[εγγύηση]], [[αξιόπιστος]], [[φερέγγυος]], [[ασφαλής]], σε Ευρ.· [[ζημία]] ἐχ., [[ποινή]] πάνω στην οποία [[κάποιος]] μπορεί να βασιστεί (για την [[πρόληψη]] εγκλήματος), σε Θουκ.· <i>τὸ ἐχέγγυον</i>, [[εγγύηση]], [[ασφάλεια]], σε Ηρόδ.· με απαρ., αυτός που είναι επαρκώς, ικανοποιητικά [[ισχυρός]], [[δυνατός]] για να κάνει [[κάτι]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός που έχει λάβει [[ενέχυρο]], εχέγγυο, [[ασφάλεια]], σε Ηρόδ.· ο ασφαλισμένος στην [[περίπτωση]] κινδύνου, σε Σοφ. | |lsmtext='''ἐχέγγυος:''' -ον ([[ἐγγύη]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει δώσει ή είναι [[ικανός]] να δώσει [[εγγύηση]], [[αξιόπιστος]], [[φερέγγυος]], [[ασφαλής]], σε Ευρ.· [[ζημία]] ἐχ., [[ποινή]] πάνω στην οποία [[κάποιος]] μπορεί να βασιστεί (για την [[πρόληψη]] εγκλήματος), σε Θουκ.· <i>τὸ ἐχέγγυον</i>, [[εγγύηση]], [[ασφάλεια]], σε Ηρόδ.· με απαρ., αυτός που είναι επαρκώς, ικανοποιητικά [[ισχυρός]], [[δυνατός]] για να κάνει [[κάτι]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός που έχει λάβει [[ενέχυρο]], εχέγγυο, [[ασφάλεια]], σε Ηρόδ.· ο ασφαλισμένος στην [[περίπτωση]] κινδύνου, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐχέγγῠος:''' <b class="num">1)</b> служащий залогом, дающий гарантию, являющийся порукой (τινος и πρός или εἴς τι Plut.): δόμοι ἐχέγγυοι Eur. надежный (в качестве убежища) дом; τὴν [[πρόσθε]] δόσιν ἐχέγγυον ποιεῖν Eur. подтверждать (свое) прежнее обещание; [[ζημία]] ἐ. Thuc. кара, являющаяся надежным предостережением;<br /><b class="num">2)</b> заслуживающий доверия, основательный ([[λόγος]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> получивший твердое обещание, заручившийся гарантией личной неприкосновенности ([[ἱκέτης]] Soph.). | |||
}} | }} |