Anonymous

συνοικίζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ, και αττ. τ. ξυνοικίζω Α [[οἰκίζω]]<br /><b>1.</b> [[βάζω]] να κατοικήσουν στον ίδιο [[τόπο]], [[ενώνω]] οικισμούς, [[ιδρύω]] συνοικισμό<br /><b>2.</b> [[εγκαθιστώ]] νέους κατοίκους σε [[χώρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]], [[υποχρεώνω]] κάποιον να συγκατοικήσει με κάποιον άλλον στην [[ίδια]] [[κατοικία]] ή στον ίδιο [[τόπο]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[θυγατέρα]]) [[δίνω]] σε γάμο<br /><b>3.</b> [[δημιουργώ]] οικισμό από κοινού με άλλους («ξυνῴκισαν δὲ και Κορινθίων τινὲς καὶ τοῡ [[ἄλλου]] Δωρικοῡ γένους», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συνδέω]], [[συνάπτω]].
|mltxt=ΝΑ, και αττ. τ. ξυνοικίζω Α [[οἰκίζω]]<br /><b>1.</b> [[βάζω]] να κατοικήσουν στον ίδιο [[τόπο]], [[ενώνω]] οικισμούς, [[ιδρύω]] συνοικισμό<br /><b>2.</b> [[εγκαθιστώ]] νέους κατοίκους σε [[χώρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]], [[υποχρεώνω]] κάποιον να συγκατοικήσει με κάποιον άλλον στην [[ίδια]] [[κατοικία]] ή στον ίδιο [[τόπο]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[θυγατέρα]]) [[δίνω]] σε γάμο<br /><b>3.</b> [[δημιουργώ]] οικισμό από κοινού με άλλους («ξυνῴκισαν δὲ και Κορινθίων τινὲς καὶ τοῡ [[ἄλλου]] Δωρικοῡ γένους», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συνδέω]], [[συνάπτω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνοικίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, παρακ. <i>-ῴκικα</i>·<br /><b class="num">I.</b> κάνω κάποιον να συγκατοικήσει με κάποιον [[άλλο]], σε Ισοκρ.· [[συνοικίζω]] τινὶ τὴν [[θυγατέρα]], του [[δίνω]] να παντρευτεί την [[κόρη]] μου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[συγκεντρώνω]] σε μια πόλη, [[συνενώνω]] υπό τη [[διοίκηση]] μιας πρωτεύουσας ή μητροπόλεως· [[ξυνοικίζω]] πάντας (ενν. ἐς [[τὰς]] Ἀθήνας), σε Θουκ. — Παθ., <i>ξυνοικισθείσης πόλεως</i>, από [[τότε]] που η πόλη συνενώθηκε υπό μια [[διοίκηση]], αντίθ. προς το <i>κατὰ κώμας οἰκίζεσθαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[συμβάλλω]] στον εποικισμό μιας χώρας, [[ιδρύω]] [[αποικία]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b> γενικά, [[συνδέω]], [[συνενώνω]], [[συσχετίζω]], [[συνάπτω]], σε Πλούτ.
}}
}}