Anonymous

συνοικίζω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνοικίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, παρακ. <i>-ῴκικα</i>·<br /><b class="num">I.</b> κάνω κάποιον να συγκατοικήσει με κάποιον [[άλλο]], σε Ισοκρ.· [[συνοικίζω]] τινὶ τὴν [[θυγατέρα]], του [[δίνω]] να παντρευτεί την [[κόρη]] μου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[συγκεντρώνω]] σε μια πόλη, [[συνενώνω]] υπό τη [[διοίκηση]] μιας πρωτεύουσας ή μητροπόλεως· [[ξυνοικίζω]] πάντας (ενν. ἐς [[τὰς]] Ἀθήνας), σε Θουκ. — Παθ., <i>ξυνοικισθείσης πόλεως</i>, από [[τότε]] που η πόλη συνενώθηκε υπό μια [[διοίκηση]], αντίθ. προς το <i>κατὰ κώμας οἰκίζεσθαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[συμβάλλω]] στον εποικισμό μιας χώρας, [[ιδρύω]] [[αποικία]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b> γενικά, [[συνδέω]], [[συνενώνω]], [[συσχετίζω]], [[συνάπτω]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''συνοικίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, παρακ. <i>-ῴκικα</i>·<br /><b class="num">I.</b> κάνω κάποιον να συγκατοικήσει με κάποιον [[άλλο]], σε Ισοκρ.· [[συνοικίζω]] τινὶ τὴν [[θυγατέρα]], του [[δίνω]] να παντρευτεί την [[κόρη]] μου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[συγκεντρώνω]] σε μια πόλη, [[συνενώνω]] υπό τη [[διοίκηση]] μιας πρωτεύουσας ή μητροπόλεως· [[ξυνοικίζω]] πάντας (ενν. ἐς [[τὰς]] Ἀθήνας), σε Θουκ. — Παθ., <i>ξυνοικισθείσης πόλεως</i>, από [[τότε]] που η πόλη συνενώθηκε υπό μια [[διοίκηση]], αντίθ. προς το <i>κατὰ κώμας οἰκίζεσθαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[συμβάλλω]] στον εποικισμό μιας χώρας, [[ιδρύω]] [[αποικία]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b> γενικά, [[συνδέω]], [[συνενώνω]], [[συσχετίζω]], [[συνάπτω]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνοικίζω:''' (fut. συνοικιῶ)<br /><b class="num">1)</b> селить вместе (πάντας, sc. ἐς τὴν πόλιν Thuc.): ξ. τὴν Λέσβον ἐς τὴν Μυτιλήνην Thuc. переселять все население Лесбоса в Митилену;<br /><b class="num">2)</b> вместе заселять, колонизовать (τὴν Τροίαν Eur.): ξυνῴκισαν καὶ Κορινθίων τινές Thuc. в колонизации приняли участие и некоторые коринфяне;<br /><b class="num">3)</b> (о городе) основывать, благоустраивать (τὰς Ἀθήνας Plut.): οὐ ξυνοικισθείσης πόλεως Thuc. так как не было благоустроенного города;<br /><b class="num">4)</b> сочетать браком (τὴν θυγατέρα τινί Her.; τοὺς δούλους ταῖς γυναιξί Polyb.).
}}
}}