Anonymous

συριγμός: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[συρισμός]], ο, ΝΜΑ [[συρίζω]]<br />[[σφύριγμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύριγμα]] ως [[ένδειξη]] αποδοκιμασίας ή χλευασμού («ἡ... ἔκπωσις οὐ φέρει συριγμὸν οὐδὲ χλευασμόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ήχος]] που παράγεται από το [[σύρσιμο]] τών φιδιών στο [[έδαφος]]<br /><b>3.</b> ο [[συριστικός]] [[ήχος]] που παράγεται [[κατά]] την [[προφορά]] ορισμένων γραμμάτων<br /><b>4.</b> βοή τών αφτιών, [[βόμβος]].
|mltxt=και [[συρισμός]], ο, ΝΜΑ [[συρίζω]]<br />[[σφύριγμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύριγμα]] ως [[ένδειξη]] αποδοκιμασίας ή χλευασμού («ἡ... ἔκπωσις οὐ φέρει συριγμὸν οὐδὲ χλευασμόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ήχος]] που παράγεται από το [[σύρσιμο]] τών φιδιών στο [[έδαφος]]<br /><b>3.</b> ο [[συριστικός]] [[ήχος]] που παράγεται [[κατά]] την [[προφορά]] ορισμένων γραμμάτων<br /><b>4.</b> βοή τών αφτιών, [[βόμβος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῡριγμός:''' ὁ ([[συρίζω]]), [[σφύριγμα]], [[συριστικός]] [[ήχος]], όπως αυτός των φιδιών, σε Ξεν.
}}
}}