συριγμός: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῡριγμός:''' ὁ ([[συρίζω]]), [[σφύριγμα]], [[συριστικός]] [[ήχος]], όπως αυτός των φιδιών, σε Ξεν.
|lsmtext='''σῡριγμός:''' ὁ ([[συρίζω]]), [[σφύριγμα]], [[συριστικός]] [[ήχος]], όπως αυτός των φιδιών, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''σῡριγμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> насмешливый свист, свистки, освистывание Xen., Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> свист, шипение (sc. τοῦ ὄφεως Arst.).
}}
}}