Anonymous

πιθανός: Difference between revisions

From LSJ
6
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πιθανός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> (για λογικά επιχειρήματα) αυτός που πείθει, [[πειστικός]] («[[σφόδρα]] πιθανὸς ὤν, ὅv ὁ [[Σωκράτης]] ἔλεγε λόγον» <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λόγους, γνώμες, απόψεις) [[αληθοφανής]], όχι [[βέβαιος]] [[αλλά]] που παρουσιάζεται ως [[πιστευτός]], [[ευλογοφανής]], ενδεχόμενος (α. «πιθανή [[ερμηνεία]]» β. «[[πάνυ]] πιθανὸν τὸ τοιοῡτον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πιθανόν</i><br />α) η [[πειστικότητα]]<br />β) η [[πιθανότητα]] («τὸ πιθανὸν ἰσχὺν ἔχει τῆς ἀληθείας μείζω», Μέν.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[είναι]] πιθανό», «πιθανόν ἐστι» — φαίνεται πιστευτό, ενδέχεται, ίσως να... («[[είναι]] πιθανό να ταξιδέψω»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πιθανή [[κρίση]]» ή «πιθανή [[πρόταση]]» — [[κρίση]] αβέβαιη, που η αντίθετή της δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αδύνατη ή αντιφατική, [[δηλαδή]] στην οποία οι λόγοι [[υπέρ]] της παραδοχής της [[είναι]] περισσότεροι από τους αντίθετους, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις περιπτώσεις που συμβαίνει το αντίθετο, [[οπότε]] η [[κρίση]] χαρακτηρίζεται ως απίθανη, ή που οι λόγοι [[είναι]] ίσοι και ασθενείς, [[οπότε]] χαρακτηρίζεται ως αμφίβολη ή προβληματική [[κρίση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσ. και [[ιδίως]] για ρήτορες) αυτός που μπορεί να πείθει, να γίνεται [[πιστευτός]] («[ὁ Κλέων] τῷ δήμῳ παρὰ πολὺ πιθανώτατος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (με απρμφ.) [[αξιόπιστος]] ως [[προς]] [[κάτι]] («πιθανώτατος στρατηγῆσαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για έργα τέχνης) αυτός που μπορεί να πιστευθεί ως [[πραγματικός]], που μοιάζει, ο [[παραπλήσιος]] («ὁμοιότερα τοῑς ἀληθινοῑς καὶ πιθανώτερα ποιεῑς φαίνεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που πείθεται εύκολα, ο [[ευκολόπιστος]] («πιθανὸς [[ἄγαν]] ὁ [[θῆλυς]] [[ὅρος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ευπειθής]], [[υπάκουος]] («πιθανοί δ' [[οὕτως]] [[εἰσί]] τινες, [[ὥστε]] πρὶν [[εἰδέναι]] τὸ προσταττόμενον πρότερον πείθονται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «πιθανὸν [[ἦθος]]» — αυτό που πιστεύεται ως [[ορθό]], που επιδοκιμάζεται, που επικροτείται («[[οὗτος]] οὐ πιθανὸν ἔσχεν ουδὲ προσφιλὲς ὄχλῳ τὸ [[ἦθος]]», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πιθανώς]] / <i>πιθανῶς</i> ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />με τρόπο πιθανό, αληθοφανή, ενδεχόμενο, με [[πιθανότητα]], [[ενδεχομένως]], ίσως («[[πιθανώς]] να προαχθεί»)<br /><b>αρχ.</b><br />πειστικά, με [[πειθώ]], με τρόπο που πείθει («τὸ δ' ἕκαστα τούτων πιθανῶς λέγειν», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πιθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ικ</i>-<i>ανός</i>, <i>λιχ</i>-<i>ανός</i>, <i>τραγ</i>-<i>ανός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό / [[πιθανός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> (για λογικά επιχειρήματα) αυτός που πείθει, [[πειστικός]] («[[σφόδρα]] πιθανὸς ὤν, ὅv ὁ [[Σωκράτης]] ἔλεγε λόγον» <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λόγους, γνώμες, απόψεις) [[αληθοφανής]], όχι [[βέβαιος]] [[αλλά]] που παρουσιάζεται ως [[πιστευτός]], [[ευλογοφανής]], ενδεχόμενος (α. «πιθανή [[ερμηνεία]]» β. «[[πάνυ]] πιθανὸν τὸ τοιοῡτον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πιθανόν</i><br />α) η [[πειστικότητα]]<br />β) η [[πιθανότητα]] («τὸ πιθανὸν ἰσχὺν ἔχει τῆς ἀληθείας μείζω», Μέν.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[είναι]] πιθανό», «πιθανόν ἐστι» — φαίνεται πιστευτό, ενδέχεται, ίσως να... («[[είναι]] πιθανό να ταξιδέψω»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πιθανή [[κρίση]]» ή «πιθανή [[πρόταση]]» — [[κρίση]] αβέβαιη, που η αντίθετή της δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αδύνατη ή αντιφατική, [[δηλαδή]] στην οποία οι λόγοι [[υπέρ]] της παραδοχής της [[είναι]] περισσότεροι από τους αντίθετους, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις περιπτώσεις που συμβαίνει το αντίθετο, [[οπότε]] η [[κρίση]] χαρακτηρίζεται ως απίθανη, ή που οι λόγοι [[είναι]] ίσοι και ασθενείς, [[οπότε]] χαρακτηρίζεται ως αμφίβολη ή προβληματική [[κρίση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσ. και [[ιδίως]] για ρήτορες) αυτός που μπορεί να πείθει, να γίνεται [[πιστευτός]] («[ὁ Κλέων] τῷ δήμῳ παρὰ πολὺ πιθανώτατος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (με απρμφ.) [[αξιόπιστος]] ως [[προς]] [[κάτι]] («πιθανώτατος στρατηγῆσαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για έργα τέχνης) αυτός που μπορεί να πιστευθεί ως [[πραγματικός]], που μοιάζει, ο [[παραπλήσιος]] («ὁμοιότερα τοῑς ἀληθινοῑς καὶ πιθανώτερα ποιεῑς φαίνεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που πείθεται εύκολα, ο [[ευκολόπιστος]] («πιθανὸς [[ἄγαν]] ὁ [[θῆλυς]] [[ὅρος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ευπειθής]], [[υπάκουος]] («πιθανοί δ' [[οὕτως]] [[εἰσί]] τινες, [[ὥστε]] πρὶν [[εἰδέναι]] τὸ προσταττόμενον πρότερον πείθονται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «πιθανὸν [[ἦθος]]» — αυτό που πιστεύεται ως [[ορθό]], που επιδοκιμάζεται, που επικροτείται («[[οὗτος]] οὐ πιθανὸν ἔσχεν ουδὲ προσφιλὲς ὄχλῳ τὸ [[ἦθος]]», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πιθανώς]] / <i>πιθανῶς</i> ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />με τρόπο πιθανό, αληθοφανή, ενδεχόμενο, με [[πιθανότητα]], [[ενδεχομένως]], ίσως («[[πιθανώς]] να προαχθεί»)<br /><b>αρχ.</b><br />πειστικά, με [[πειθώ]], με τρόπο που πείθει («τὸ δ' ἕκαστα τούτων πιθανῶς λέγειν», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πιθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ικ</i>-<i>ανός</i>, <i>λιχ</i>-<i>ανός</i>, <i>τραγ</i>-<i>ανός</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῐθᾰνός:''' -ή, -όν ([[πείθω]]), σχεδιασμένος να [[πείσει]], και ως εκ [[τούτου]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει τη [[δύναμη]] της πειθούς, [[πειστικός]], [[καταπειστικός]], [[καπάτσος]], λέγεται για δημοφιλείς ομιλητές, ρήτορες, σε Θουκ. κ.λπ.· με απαρ., <i>πιθανώτατος λέγειν</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για λογικά επιχειρήματα, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για τρόπους, [[πειστικός]], [[ελκυστικός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για φήμες, [[αληθοφανής]], [[εύσχημος]], [[πιθανός]], σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για έργα τέχνης, αυτός που δημιουργεί ψευδαισθήσεις, [[πιστός]] στην απομίμιση, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., εύκολα πειθόμενος, [[εύπιστος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[υπάκουος]], [[πειθήνιος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-νῶς</i>, πειστικώς, με [[πειθώ]], συγκρ. <i>-ώτερον</i>, σε Πλάτ.
}}
}}