Anonymous

πιθανός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πῐθᾰνός:''' -ή, -όν ([[πείθω]]), σχεδιασμένος να [[πείσει]], και ως εκ [[τούτου]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει τη [[δύναμη]] της πειθούς, [[πειστικός]], [[καταπειστικός]], [[καπάτσος]], λέγεται για δημοφιλείς ομιλητές, ρήτορες, σε Θουκ. κ.λπ.· με απαρ., <i>πιθανώτατος λέγειν</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για λογικά επιχειρήματα, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για τρόπους, [[πειστικός]], [[ελκυστικός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για φήμες, [[αληθοφανής]], [[εύσχημος]], [[πιθανός]], σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για έργα τέχνης, αυτός που δημιουργεί ψευδαισθήσεις, [[πιστός]] στην απομίμιση, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., εύκολα πειθόμενος, [[εύπιστος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[υπάκουος]], [[πειθήνιος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-νῶς</i>, πειστικώς, με [[πειθώ]], συγκρ. <i>-ώτερον</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''πῐθᾰνός:''' -ή, -όν ([[πείθω]]), σχεδιασμένος να [[πείσει]], και ως εκ [[τούτου]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει τη [[δύναμη]] της πειθούς, [[πειστικός]], [[καταπειστικός]], [[καπάτσος]], λέγεται για δημοφιλείς ομιλητές, ρήτορες, σε Θουκ. κ.λπ.· με απαρ., <i>πιθανώτατος λέγειν</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για λογικά επιχειρήματα, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για τρόπους, [[πειστικός]], [[ελκυστικός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για φήμες, [[αληθοφανής]], [[εύσχημος]], [[πιθανός]], σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για έργα τέχνης, αυτός που δημιουργεί ψευδαισθήσεις, [[πιστός]] στην απομίμιση, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., εύκολα πειθόμενος, [[εύπιστος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[υπάκουος]], [[πειθήνιος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-νῶς</i>, πειστικώς, με [[πειθώ]], συγκρ. <i>-ώτερον</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''πῐθᾰνός:''' <b class="num">1)</b> убедительно говорящий, умеющий убеждать, пользующийся влиянием (τῷ δήμῳ Thuc.; ἐν ὄχλῳ Plat.): πιθανώτατοι λέγειν Plat. обладающие необыкновенным искусством убеждать; πιθανώτατος περιβαλεῖν τινα κακῷ Eur. своими речами умеющий вовлечь кого-л. в беду; πιθανώτατοι ἐν τοῖς παθεσιν Arst. (актеры), наиболее убедительно изображающие страсти;<br /><b class="num">2)</b> убедительный, правдоподобный (φωναί Plat.; λόγοι Dem.): τὸ περὶ τοὺς λόγους πιθανόν Plat. убедительность слов;<br /><b class="num">3)</b> сходный (с оригиналом), похожий (sc. οἱ ἀνδριάντες Xen.);<br /><b class="num">4)</b> привлекательный, симпатичный (τῆς ψυχῆς [[ἦθος]] Xen.);<br /><b class="num">5)</b> легковерный (ὁ [[θῆλυς]] [[ὅρος]] Aesch.);<br /><b class="num">6)</b> послушный, покорный Xen.
}}
}}