Anonymous

ἔκφορος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκφορος:''' -ον ([[ἐκφέρω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που μπορεί να εξαχθεί, [[εξαγώγιμος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που μπορεί να γίνει [[γνωστός]] ή να κοινολογηθεί, να δημοσιοποιηθεί, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που έχει προετοιμαστεί να ξεβοτανίσει, να ξεχορτασιάσει, όπως κάνει ο [[κηπουρός]] με τα βλαβερά, επιβλαβή αγριόχορτα, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἔκφορος:''' -ον ([[ἐκφέρω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που μπορεί να εξαχθεί, [[εξαγώγιμος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που μπορεί να γίνει [[γνωστός]] ή να κοινολογηθεί, να δημοσιοποιηθεί, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που έχει προετοιμαστεί να ξεβοτανίσει, να ξεχορτασιάσει, όπως κάνει ο [[κηπουρός]] με τα βλαβερά, επιβλαβή αγριόχορτα, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκφορος:''' <b class="num">1)</b> рождающий, плодовитый (γυναῖκες Arst.);<br /><b class="num">2)</b> выносящий, убирающий: τῶν δυσσεβούντων ἔ. Aesch. изгоняющий нечестивых;<br /><b class="num">3)</b> могущий быть вынесенным (из помещения) ([[ἄρτος]] καὶ [[κρέας]] Arph.);<br /><b class="num">4)</b> подлежащий огласке: εἰ δ᾽ ἔ. σοι συμφορὰ πρός τινα Eur. если ты не таишь свое горе перед кем-л.; οὐδεὶς ἔ. [[λόγος]] Plat. между нами будь сказано;<br /><b class="num">5)</b> переступающий пределы, уклоняющийся в сторону (ἔ. καὶ πλανώμενος Plut.).
}}
}}