3,277,226
edits
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[σκευάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τακτοποιώ]] διάφορα αντικείμενα σε κιβώτια ή δέματα για [[μεταφορά]], [[αμπαλάρω]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] τη [[συσκευασία]] τυποποιημένου προϊόντος<br /><b>3.</b> [[παρασκευάζω]] φαρμακευτικό [[μίγμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[μαζί]] και [[ετοιμάζω]] διάφορα πράγματα («ἵππους δοὺς καὶ ἄλλα συσκευάσας [[πολλά]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]], [[σχεδιάζω]] («τόλμαν καὶ κραυγὴν καὶ ψευδεῑς αἰτίας καὶ συκοφαντίαν καὶ ἀναισχυντίαν... συνεσκευασμένοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συσκευάζομαι</i><br />[[κάνω]] κάποιον συνεργάτη μου ή ομόφρονα σε [[κάτι]] [[κακό]] («οὕς μὲν δεδιξάμενοι τῶν πολιτῶν, οὕς δὲ συσκευασάμενοι χάρισι καὶ δωροδοκίαις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρασκευάζω]] ή [[συναθροίζω]] από κοινού, [[βοηθώ]] στην [[προετοιμασία]] («παῑ παῑ, τὸ δεῑπνον, Χρυσέ, συσκεύαζε νῷν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προετοιμάζω]], [[προπαρασκευάζω]] («συνεσκευάζετο τὴν εἰς Πέρσας πορείαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> α) (με παθ. παρακμ.) [[ετοιμάζω]] τις αποσκευές μου για [[αναχώρηση]]<br />β) (στην μτχ. μέσ. αορ. ή παρακμ.) [[είμαι]] [[έτοιμος]] για [[αναχώρηση]]<br />γ) [[οικονομώ]], [[συλλέγω]] ή [[διευθετώ]] για δική μου [[χρήση]] ή για το [[συμφέρον]] μου. | |mltxt=ΝΜΑ [[σκευάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τακτοποιώ]] διάφορα αντικείμενα σε κιβώτια ή δέματα για [[μεταφορά]], [[αμπαλάρω]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] τη [[συσκευασία]] τυποποιημένου προϊόντος<br /><b>3.</b> [[παρασκευάζω]] φαρμακευτικό [[μίγμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[μαζί]] και [[ετοιμάζω]] διάφορα πράγματα («ἵππους δοὺς καὶ ἄλλα συσκευάσας [[πολλά]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]], [[σχεδιάζω]] («τόλμαν καὶ κραυγὴν καὶ ψευδεῑς αἰτίας καὶ συκοφαντίαν καὶ ἀναισχυντίαν... συνεσκευασμένοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συσκευάζομαι</i><br />[[κάνω]] κάποιον συνεργάτη μου ή ομόφρονα σε [[κάτι]] [[κακό]] («οὕς μὲν δεδιξάμενοι τῶν πολιτῶν, οὕς δὲ συσκευασάμενοι χάρισι καὶ δωροδοκίαις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρασκευάζω]] ή [[συναθροίζω]] από κοινού, [[βοηθώ]] στην [[προετοιμασία]] («παῑ παῑ, τὸ δεῑπνον, Χρυσέ, συσκεύαζε νῷν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προετοιμάζω]], [[προπαρασκευάζω]] («συνεσκευάζετο τὴν εἰς Πέρσας πορείαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> α) (με παθ. παρακμ.) [[ετοιμάζω]] τις αποσκευές μου για [[αναχώρηση]]<br />β) (στην μτχ. μέσ. αορ. ή παρακμ.) [[είμαι]] [[έτοιμος]] για [[αναχώρηση]]<br />γ) [[οικονομώ]], [[συλλέγω]] ή [[διευθετώ]] για δική μου [[χρήση]] ή για το [[συμφέρον]] μου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συσκευάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τοποθετώ]] μαζί και [[ετοιμάζω]] τα πράγματα, [[δένω]] τις αποσκευές και τις [[ετοιμάζω]] για λογαριασμό κάποιου άλλου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[βοηθώ]] στην [[παρασκευή]], [[παρασκευάζω]] από κοινού, <i>τὸ δεῖπνόν τινι</i>, σε Αριστοφ.· με αρνητική [[σημασία]], [[μηχανεύομαι]], [[μηχανορραφώ]], [[συνωμοτώ]], [[ραδιουργώ]], [[επινοώ]], [[σχεδιάζω]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ.,<br /><b class="num">1.</b> με Παθ. παρακ. <i>συσκεύασμαι</i>, [[ετοιμάζω]] τις αποσκευές μου, [[ετοιμάζω]] τα πράγματά μου για να αναχωρήσω, Λατ. convasare, vasa colligere, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· στη μτχ. Μέσ. αορ. αʹ και Παθ. παρακ., είμαι καθόλα [[έτοιμος]], είμαι σε [[κατάσταση]] αναχώρησης, είμαι [[έτοιμος]] να πορευθώ αποχωρώντας, να ξεκινήσω την [[πορεία]] [[μετά]] την αναχώρησή μου, σε Ξεν.· επίσης με αιτ., συνεσκευασμένος τὰ [[ἑαυτοῦ]] [[ἐνθάδε]], έχοντας όλα τα πράγματά του συσκευασμένα και μεταφερμένα εδώ, σε Λυσ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]], [[μηχανορραφώ]], [[σχεδιάζω]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[φέρνω]] μαζί στο ίδιο [[σημείο]], [[εξοικονομώ]] και [[συσσωρεύω]] με προσωπική μου [[ωφέλεια]] ή [[συμφέρον]]· [[συσκευάζω]] χρήματα, σε Λυκούργ.<br /><b class="num">4.</b> [[διευθετώ]] τα πράγματα σύμφωνα με το [[συμφέρον]] μου, [[προδιαθέτω]], [[προετοιμάζω]] το [[έδαφος]], σε Δημ. | |||
}} | }} |