3,277,226
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συσκευάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τοποθετώ]] μαζί και [[ετοιμάζω]] τα πράγματα, [[δένω]] τις αποσκευές και τις [[ετοιμάζω]] για λογαριασμό κάποιου άλλου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[βοηθώ]] στην [[παρασκευή]], [[παρασκευάζω]] από κοινού, <i>τὸ δεῖπνόν τινι</i>, σε Αριστοφ.· με αρνητική [[σημασία]], [[μηχανεύομαι]], [[μηχανορραφώ]], [[συνωμοτώ]], [[ραδιουργώ]], [[επινοώ]], [[σχεδιάζω]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ.,<br /><b class="num">1.</b> με Παθ. παρακ. <i>συσκεύασμαι</i>, [[ετοιμάζω]] τις αποσκευές μου, [[ετοιμάζω]] τα πράγματά μου για να αναχωρήσω, Λατ. convasare, vasa colligere, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· στη μτχ. Μέσ. αορ. αʹ και Παθ. παρακ., είμαι καθόλα [[έτοιμος]], είμαι σε [[κατάσταση]] αναχώρησης, είμαι [[έτοιμος]] να πορευθώ αποχωρώντας, να ξεκινήσω την [[πορεία]] [[μετά]] την αναχώρησή μου, σε Ξεν.· επίσης με αιτ., συνεσκευασμένος τὰ [[ἑαυτοῦ]] [[ἐνθάδε]], έχοντας όλα τα πράγματά του συσκευασμένα και μεταφερμένα εδώ, σε Λυσ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]], [[μηχανορραφώ]], [[σχεδιάζω]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[φέρνω]] μαζί στο ίδιο [[σημείο]], [[εξοικονομώ]] και [[συσσωρεύω]] με προσωπική μου [[ωφέλεια]] ή [[συμφέρον]]· [[συσκευάζω]] χρήματα, σε Λυκούργ.<br /><b class="num">4.</b> [[διευθετώ]] τα πράγματα σύμφωνα με το [[συμφέρον]] μου, [[προδιαθέτω]], [[προετοιμάζω]] το [[έδαφος]], σε Δημ. | |lsmtext='''συσκευάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τοποθετώ]] μαζί και [[ετοιμάζω]] τα πράγματα, [[δένω]] τις αποσκευές και τις [[ετοιμάζω]] για λογαριασμό κάποιου άλλου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[βοηθώ]] στην [[παρασκευή]], [[παρασκευάζω]] από κοινού, <i>τὸ δεῖπνόν τινι</i>, σε Αριστοφ.· με αρνητική [[σημασία]], [[μηχανεύομαι]], [[μηχανορραφώ]], [[συνωμοτώ]], [[ραδιουργώ]], [[επινοώ]], [[σχεδιάζω]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ.,<br /><b class="num">1.</b> με Παθ. παρακ. <i>συσκεύασμαι</i>, [[ετοιμάζω]] τις αποσκευές μου, [[ετοιμάζω]] τα πράγματά μου για να αναχωρήσω, Λατ. convasare, vasa colligere, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· στη μτχ. Μέσ. αορ. αʹ και Παθ. παρακ., είμαι καθόλα [[έτοιμος]], είμαι σε [[κατάσταση]] αναχώρησης, είμαι [[έτοιμος]] να πορευθώ αποχωρώντας, να ξεκινήσω την [[πορεία]] [[μετά]] την αναχώρησή μου, σε Ξεν.· επίσης με αιτ., συνεσκευασμένος τὰ [[ἑαυτοῦ]] [[ἐνθάδε]], έχοντας όλα τα πράγματά του συσκευασμένα και μεταφερμένα εδώ, σε Λυσ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]], [[μηχανορραφώ]], [[σχεδιάζω]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[φέρνω]] μαζί στο ίδιο [[σημείο]], [[εξοικονομώ]] και [[συσσωρεύω]] με προσωπική μου [[ωφέλεια]] ή [[συμφέρον]]· [[συσκευάζω]] χρήματα, σε Λυκούργ.<br /><b class="num">4.</b> [[διευθετώ]] τα πράγματα σύμφωνα με το [[συμφέρον]] μου, [[προδιαθέτω]], [[προετοιμάζω]] το [[έδαφος]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συσκευάζω ook ξυσκευάζω [σύν, σκευάζω] act. (reisbenodigdheden) bijeenpakken:. ἄλλα σ. πολλά vele andere dingen bijeenpakken Xen. Cyr. 1.4.25. mee voorbereiden:. σ. δεῖπνον een maaltijd helpen voorbereiden Aristoph. Ve. 1251. med. voorbereiden, met acc..; τὴν πορείαν de reis voorbereiden Xen. Cyr. 8.5.1; abs. zich voor een reis gereed maken:; σ. εἰς τὸ ἀπιέναι zich gereed maken om te vertrekken Xen. Hell. 5.2.28; ptc. perf.: συνεσκευασμένος reisvaardig, bepakt en bezakt; Xen. Cyr. 3.2.3; overdr. beramen:; τοῦτο πᾶν ἐφ ’ ἡμᾶς συσκευασάμενος dat alles tegen ons beraamd hebbend Luc. 28.25; voor zich winnen:. τὴν Ἑλλάδα Griekenland voor zich winnen Dem. 19.303. | |||
}} | }} |