3,277,114
edits
(40) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μένω]] [[έκθαμβος]], [[μένω]] [[κατάπληκτος]] (α. «τοὺς πλουσίους ἐκπεπληγμένος καὶ τεθηπώς», <b>Πλούτ.</b><br />β. «[[τέθηπα]] ἀκούων», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «[[θυμός]] μοι ἐνὶ στήθεσσι τέθηπε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. αορ. και παρακμ.) [[ταφών]] και <i>τεθηπώς</i><br />[[έκπληκτος]], σαστισμένος (α. «ἔστητε τεθηπότες [[ἠύτε]] νεβροί», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «στῆ δὲ [[ταφών]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[θάμβος]]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μένω]] [[έκθαμβος]], [[μένω]] [[κατάπληκτος]] (α. «τοὺς πλουσίους ἐκπεπληγμένος καὶ τεθηπώς», <b>Πλούτ.</b><br />β. «[[τέθηπα]] ἀκούων», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «[[θυμός]] μοι ἐνὶ στήθεσσι τέθηπε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. αορ. και παρακμ.) [[ταφών]] και <i>τεθηπώς</i><br />[[έκπληκτος]], σαστισμένος (α. «ἔστητε τεθηπότες [[ἠύτε]] νεβροί», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «στῆ δὲ [[ταφών]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[θάμβος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τέθηπα:''' (√<i>ΘΑΠ</i>), παρακ. με [[σημασία]] ενεστ. ([[κανονικός]] ενεστ. δεν υπάρχει), Επικ. υπερσ. [[ἐτεθήπεα]], ως παρατ.<br /><b class="num">I. 1.</b> αμτβ., [[μένω]] [[έκθαμβος]], [[κατάπληκτος]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· ως επί το πλείστον στην μτχ. [[τεθηπώς]], [[έκπληκτος]], [[έκθαμβος]], σε Ομήρ. Ιλ.· εδώ ανήκει επίσης και ο αόρ. βʹ <i>ἔτᾰφον</i>, ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται από τον Όμηρ. μόνο στη μτχ. <i>τᾰφών</i>, στις φράσεις <i>ταφὼν ἀνόρουσε</i>, [[στῆ]] δὲ [[ταφών]]· [[αλλά]] γʹ ενικ. [[τάφε]] (αντί <i>ἔτᾰφε</i>), απαντά σε Πίνδ.· και αʹ ενικ. [[ἔταφον]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[θαυμάζω]] ή [[μένω]] [[έκπληκτος]] προς [[κάτι]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |