Anonymous

τέθηπα: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τέθηπα:''' (√<i>ΘΑΠ</i>), παρακ. με [[σημασία]] ενεστ. ([[κανονικός]] ενεστ. δεν υπάρχει), Επικ. υπερσ. [[ἐτεθήπεα]], ως παρατ.<br /><b class="num">I. 1.</b> αμτβ., [[μένω]] [[έκθαμβος]], [[κατάπληκτος]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· ως επί το πλείστον στην μτχ. [[τεθηπώς]], [[έκπληκτος]], [[έκθαμβος]], σε Ομήρ. Ιλ.· εδώ ανήκει επίσης και ο αόρ. βʹ <i>ἔτᾰφον</i>, ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται από τον Όμηρ. μόνο στη μτχ. <i>τᾰφών</i>, στις φράσεις <i>ταφὼν ἀνόρουσε</i>, [[στῆ]] δὲ [[ταφών]]· [[αλλά]] γʹ ενικ. [[τάφε]] (αντί <i>ἔτᾰφε</i>), απαντά σε Πίνδ.· και αʹ ενικ. [[ἔταφον]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[θαυμάζω]] ή [[μένω]] [[έκπληκτος]] προς [[κάτι]], σε Λουκ.
|lsmtext='''τέθηπα:''' (√<i>ΘΑΠ</i>), παρακ. με [[σημασία]] ενεστ. ([[κανονικός]] ενεστ. δεν υπάρχει), Επικ. υπερσ. [[ἐτεθήπεα]], ως παρατ.<br /><b class="num">I. 1.</b> αμτβ., [[μένω]] [[έκθαμβος]], [[κατάπληκτος]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· ως επί το πλείστον στην μτχ. [[τεθηπώς]], [[έκπληκτος]], [[έκθαμβος]], σε Ομήρ. Ιλ.· εδώ ανήκει επίσης και ο αόρ. βʹ <i>ἔτᾰφον</i>, ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται από τον Όμηρ. μόνο στη μτχ. <i>τᾰφών</i>, στις φράσεις <i>ταφὼν ἀνόρουσε</i>, [[στῆ]] δὲ [[ταφών]]· [[αλλά]] γʹ ενικ. [[τάφε]] (αντί <i>ἔτᾰφε</i>), απαντά σε Πίνδ.· και αʹ ενικ. [[ἔταφον]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[θαυμάζω]] ή [[μένω]] [[έκπληκτος]] προς [[κάτι]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''τέθηπα:''' (aor. 2 ἔτᾰφον, part. [[ταφών]]) pf. в знач. praes. быть пораженным, быть изумленным (τίφθ᾽ [[οὕτως]] ἕστητε τεθηπότες; Hom.): [[θυμός]] μοι ἐνὶ στήθεσσι τέθηπεν Hom. душа моя охвачена волнением; ταφὼν ἀνόρουσε Hom. он в изумлении вскочил; [[τέθηπα]] ἀκούων Her. я с изумлением слушал; [[τεθηπώς]] τινα Plut., Luc. пораженный кем-л., удивляющийся кому-л.
}}
}}