Anonymous

ἐπιμίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιμίγνυμι]] και ἐπιμιγνύω (Α) [[μίγνυμι]]<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]], [[ανακατώνω]] («ἐμφύλιον αἶμα ἐπέμιξε θνητοῑς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έρχομαι]] σε σχέσεις, [[επικοινωνώ]] («τῆς γὰρ ἐμπορίας οὐκ οὔσης οὐδ’ ἐπιμιγνύντες ἀδεῶς ἀλλήλοις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συναντώ]] («ἐπεμείγνυντο τοῑς παρὰ τοῡ βασιλέως», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπιμίγνυμαι</i><br />[[έρχομαι]] σε σαρκική [[μίξη]].
|mltxt=[[ἐπιμίγνυμι]] και ἐπιμιγνύω (Α) [[μίγνυμι]]<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]], [[ανακατώνω]] («ἐμφύλιον αἶμα ἐπέμιξε θνητοῑς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έρχομαι]] σε σχέσεις, [[επικοινωνώ]] («τῆς γὰρ ἐμπορίας οὐκ οὔσης οὐδ’ ἐπιμιγνύντες ἀδεῶς ἀλλήλοις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συναντώ]] («ἐπεμείγνυντο τοῑς παρὰ τοῡ βασιλέως», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπιμίγνυμαι</i><br />[[έρχομαι]] σε σαρκική [[μίξη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιμίγνῡμι:''' και -ύω, μέλ. -[[μίξω]],<br /><b class="num">I.</b> προσθέτω μέσω μείξεως, [[αναμειγνύω]] [[κάτι]] με, <i>τί τινι</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., ανακατεύομαι με άλλους, έχω [[συναλλαγή]] ή εμπορικές σχέσεις με αυτούς, <i>τισι</i>, σε Θουκ.· [[πρός]] τινας, σε Ξεν.· ομοίως, στην Παθ., <i>ἐπιμίγνυσθαι ἀλλήλοις</i>, στον ίδ.· <i>παρ' ἀλλήλους</i>, σε Θουκ.
}}
}}