Anonymous

ἐπιμίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιμίγνῡμι:''' και -ύω, μέλ. -[[μίξω]],<br /><b class="num">I.</b> προσθέτω μέσω μείξεως, [[αναμειγνύω]] [[κάτι]] με, <i>τί τινι</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., ανακατεύομαι με άλλους, έχω [[συναλλαγή]] ή εμπορικές σχέσεις με αυτούς, <i>τισι</i>, σε Θουκ.· [[πρός]] τινας, σε Ξεν.· ομοίως, στην Παθ., <i>ἐπιμίγνυσθαι ἀλλήλοις</i>, στον ίδ.· <i>παρ' ἀλλήλους</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐπιμίγνῡμι:''' και -ύω, μέλ. -[[μίξω]],<br /><b class="num">I.</b> προσθέτω μέσω μείξεως, [[αναμειγνύω]] [[κάτι]] με, <i>τί τινι</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., ανακατεύομαι με άλλους, έχω [[συναλλαγή]] ή εμπορικές σχέσεις με αυτούς, <i>τισι</i>, σε Θουκ.· [[πρός]] τινας, σε Ξεν.· ομοίως, στην Παθ., <i>ἐπιμίγνυσθαι ἀλλήλοις</i>, στον ίδ.· <i>παρ' ἀλλήλους</i>, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιμίγνῡμι:''' <b class="num">1)</b> примешивать (βλάβῃ μεγάλῃ ἡδονήν τινα Plat.): ἐπιμῖξαί τισι χεῖρας Pind. вступать с кем-л. в схватку;<br /><b class="num">2)</b> делать участником, приобщать (ἐπιμῖξαι λαὸν ἀγλαΐαισιν ἀστυνόμοις Pind.);<br /><b class="num">3)</b> смешиваться, вступать в связь, вступать в общение, общаться (ἀλλήλοις и med. παρ᾽ ἀλλήλους Thuc.; πρός τινας Xen.; ἀλλήλοις ἐπιμεμιγμένων τῶν γενῶν Plut.);<br /><b class="num">4)</b> иметь сношения (γυνὴ ἐπιμεμιγμένη [[ἀνδρί]] Dem.);<br /><b class="num">5)</b> вмешиваться, принимать участие (ταῖς πράξεσι Plut.).
}}
}}