ἐπιμίγνυμι

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμίγνυμι Medium diacritics: ἐπιμίγνυμι Low diacritics: επιμίγνυμι Capitals: ΕΠΙΜΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: epimígnymi Transliteration B: epimignymi Transliteration C: epimignymi Beta Code: e)pimi/gnumi

English (LSJ)

ἐπίμικτος, late spellings of ἐπιμείγνυμι, etc. (qq.v.).

German (Pape)

[Seite 963] (s. μίγνυμι), dazu, darunter mischen, Nic. Th. 572; αἷμα θνητοῖς Pind. P. 2, 32; Αἰθιόπεσσι χεῖρας, mit ihnen handgemein werden, N. 3, 58; übertr., ἀγλαΐαισι λαόν 9, 31; ἐπέμιξεν ἡ φύσις ἡδονήν Plat. Phaedr. 240 b. – Häufiger im med., sich darunter mischen, Verkehr mit Einem haben, ἐπεμίγνυντο ἀκηρυκτὶ παρ' ἀλλήλους Thuc. 2, 1, der 1, 146 ἐπεμίγνυντο καὶ παρ' ἀλλήλους ἐφοίτων vrbdt; auch act., ἐπιμιγνύντες ἀδεῶς ἀλλήλοις 1, 2, wie Xen. An. 3, 5, 16 ἐπιμιγνύναι σφῶν τε (sc. τινὰς) πρὸς ἐκείνους καὶ ἐκείνους πρὸς αὐτούς die bessere Lesart für ἐπιμίγνυσθαι ist; ἀλλήλοις φυσικῶς Cyr. 7, 4, 5; vgl. γυναῖκα μἡ ἐπιμεμιγμένην ἑτέρῳ ἀνδρί Dem. 59, 75. Auch τόπῳ, wiederholt an einen Ort gehen, Ruhnk. ep. crit. p. 99; ταῖς πράξεσιν, sich darein mischen, Plut. Flam. 2. Vgl. ἐπιμίσγω.

French (Bailly abrégé)

1 tr. mêler à : τί τινι une chose à une autre;
2 intr. se mêler à, avoir des relations avec : τινι, πρός τινα avec qqn;
Moy. ἐπιμίγνυμαι se mêler à, avoir des relations avec : τινι, παρά τινα avec qqn ; ταῖς πράξεσι PLUT se mêler aux affaires publiques.
Étymologie: ἐπί, μίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμίγνῡμι:
1 примешивать (βλάβῃ μεγάλῃ ἡδονήν τινα Plat.): ἐπιμῖξαί τισι χεῖρας Pind. вступать с кем-л. в схватку;
2 делать участником, приобщать (ἐπιμῖξαι λαὸν ἀγλαΐαισιν ἀστυνόμοις Pind.);
3 смешиваться, вступать в связь, вступать в общение, общаться (ἀλλήλοις и med. παρ᾽ ἀλλήλους Thuc.; πρός τινας Xen.; ἀλλήλοις ἐπιμεμιγμένων τῶν γενῶν Plut.);
4 иметь сношения (γυνὴ ἐπιμεμιγμένη ἀνδρί Dem.);
5 вмешиваться, принимать участие (ταῖς πράξεσι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμίγνῡμι: καὶ -ύω: μέλλ. -μίξω. Προσθέτω διὰ μίξεως, κόλακι… ἐπέμιξεν ἡ φύσις ἡδονήν τινα, προσέθηκε μῖγμά τι (ἢ μέρος τι) ἡδονῆς, Πλάτ. Φαῖδρ. 240Β· αἰτέω σε, … Ζεῦ πάτερ, ἀγλαΐαισιν δ’ ἀστυνόμοις ἐπιμῖξαι λαόν, νὰ καταστήσῃς, δὲ τὸν λαὸν οἰκεῖον εἰς τιμὰς κερδαινομένας ὑπὸ τῶν πολιτῶν ἐν τοῖς ἀγῶσι, Πινδ. Ν. 9. 74· ἐμφύλιον αἷμα ἐπέμιξε θνητοῖς, ἐπήνεγκεν ἐμφυλίους φόνους μεταξὺ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 59· ἐπ. τισὶ χεῖρας, μάχεσθαι αὐτοῖς, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 3. 107. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔρχομαι εἰς σχέσεις ἐμπορικὰς ἢ ἄλλας, συγκοινωνῶ, οὐδ’ ἐπιμιγνύντες ἀδεῶς ἀλλήλοις Θουκ. 1. 2· πρός τινας Ξεν. Ἀν. 3. 5, 16· τισι Ἡλιόδ. 6. 13· χωρίῳ ἐπ., ἔρχομαι πρὸς αὐτό, ὁ αὐτ. 5. 33. ΙΙΙ. οὕτω καὶ ἐν τῷ Παθ., ἐπιμίγνυσθαι ἀλλήλοις Ξεν. Κύρ. 7. 4, 5· παρ’ ἀλλήλοις Θουκ. 2. 1· ἀπολ., ὁ αὐτ. 1. 146· ὡσαύτως, ἐπ. τινί, συναντᾶν, Πλουτ. Αἰμίλ. 12· ταῖς πράξεσι ὁ αὐτ. ἐν Φλαμιν. 2: ― ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, ἐπ. ἀνδρὶ Δημ. 1370. 21, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτ. 22: ― ποιητ. ὡσαύτως, ἐπιμίγνυσθαι τόπῳ, συχνάζειν εἰς τόπον τινά, Ruhnk. Ἐπιστ. Κριτ. σ. 99· ἐπ. δεῦρο Φιλόστρ. 206. ― Ὁ ἀρχαιότερος τύπος ἦτο ἐπιμίσγω, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

ἐπιμίγνυμι και ἐπιμιγνύω (Α) μίγνυμι
1. αναμιγνύω, ανακατώνω («ἐμφύλιον αἶμα ἐπέμιξε θνητοῖς», Πίνδ.)
2. έρχομαι σε σχέσεις, επικοινωνώ («τῆς γὰρ ἐμπορίας οὐκ οὔσης οὐδ’ ἐπιμιγνύντες ἀδεῶς ἀλλήλοις», Θουκ.)
3. συναντώ («ἐπεμείγνυντο τοῖς παρὰ τοῦ βασιλέως», Πλούτ.)
4. παθ. ἐπιμίγνυμαι
έρχομαι σε σαρκική μίξη.

Greek Monotonic

ἐπιμίγνῡμι: και -ύω, μέλ. -μίξω,
I. προσθέτω μέσω μείξεως, αναμειγνύω κάτι με, τί τινι, σε Πλάτ.
II. αμτβ., ανακατεύομαι με άλλους, έχω συναλλαγή ή εμπορικές σχέσεις με αυτούς, τισι, σε Θουκ.· πρός τινας, σε Ξεν.· ομοίως, στην Παθ., ἐπιμίγνυσθαι ἀλλήλοις, στον ίδ.· παρ' ἀλλήλους, σε Θουκ.

Middle Liddell

and -ύω fut. -μίξω
I. to add to by mixing, mix with, τί τινι Plat.
II. intr. to mingle with others, to have intercourse or dealings with them, τισί Thuc.; πρός τινας Xen.:—so also in Pass., ἐπιμίγνυσθαι ἀλλήλοις Xen.; παρ' ἀλλήλους Thuc.
B. ἐπιμίσγω, older form of ἐπιμίγνυμι
1. intr. to have intercourse, παρ' ἀλλήλους Thuc.:—so Pass. in same sense, c. dat. pers., Od., Hdt., etc.; αἰεὶ Τρώεσσ' ἐπιμίσγομαι I have always to be dealing with the Trojans, am always clashing with them, Il.: absol. to associate together, Hdt., Thuc.

Lexicon Thucydideum

commercium habere, commeare, to have commerce with, traffic, 1.2.2,
MED. idem, the same 1.146.1. 2.1.1.

Lexicon Thucydideum

commercium habere, commeare, to have commerce with, traffic, 1.13.5,
MED. idem, the same 4.118.4, 4.118.4