3,277,649
edits
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[ἐξάγω]]<br />[[προκαλώ]] [[εξαγωγή]] ενός πράγματος [[μαζί]] με άλλα ή ύστερα από άλλα, [[αποβάλλω]] [[επίσης]] («τὰ καθαρτικὰ τῶν φαρμάκων καὶ ἑαυτὰ τοῑς χυμοῑς συνεξάγει», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] έξω ή [[προς]] τα έξω ταυτοχρόνως («συνεξάγειν στρατιήν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνεξάγομαι</i><br />συμπαρασύρομαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[συνεξάγω]] ἐμαυτόν» — [[αυτοκτονώ]] (Αnn.). | |mltxt=ΜΑ [[ἐξάγω]]<br />[[προκαλώ]] [[εξαγωγή]] ενός πράγματος [[μαζί]] με άλλα ή ύστερα από άλλα, [[αποβάλλω]] [[επίσης]] («τὰ καθαρτικὰ τῶν φαρμάκων καὶ ἑαυτὰ τοῑς χυμοῑς συνεξάγει», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] έξω ή [[προς]] τα έξω ταυτοχρόνως («συνεξάγειν στρατιήν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνεξάγομαι</i><br />συμπαρασύρομαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[συνεξάγω]] ἐμαυτόν» — [[αυτοκτονώ]] (Αnn.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνεξάγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[οδηγώ]] έξω μαζί, [[εξάγω]] από κοινού, σε Ηρόδ. — Παθ., εξάγομαι μαζί, σε Ανθ. | |||
}} | }} |