Anonymous

συνεξάγω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεξάγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[οδηγώ]] έξω μαζί, [[εξάγω]] από κοινού, σε Ηρόδ. — Παθ., εξάγομαι μαζί, σε Ανθ.
|lsmtext='''συνεξάγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[οδηγώ]] έξω μαζί, [[εξάγω]] από κοινού, σε Ηρόδ. — Παθ., εξάγομαι μαζί, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεξάγω:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> одновременно выводить (τὴν στρατιὴν ἐκ Λακεδαίμονος Her.): σ. εἰς [[φῶς]] τὸ [[δόγμα]] τινός Plat. выявлять (досл. выводить на свет) чье-л. мнение;<br /><b class="num">2)</b> выводить одновременно наружу, выделять (τὸ κολλῶδες Arst.);<br /><b class="num">3)</b> вытаскивать (из капкана), освобождать (τὰς οὐράς Plut.).
}}
}}