Anonymous

εὔρις: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔρις]], -ινος και [[εὔριν]], -ινος, ὁ, ή (ΑΜ, Α και ἐΰρρις)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλή [[μύτη]]<br /><b>2.</b> αυτός που διαθέτει [[οξεία]] όσφρηση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ρις</i> «[[μύτη]]»].
|mltxt=[[εὔρις]], -ινος και [[εὔριν]], -ινος, ὁ, ή (ΑΜ, Α και ἐΰρρις)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλή [[μύτη]]<br /><b>2.</b> αυτός που διαθέτει [[οξεία]] όσφρηση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ρις</i> «[[μύτη]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔρῑς:''' -ῑνος, ὁ, ἡ ([[ῥίς]]), αυτός που έχει [[καλή]] [[μύτη]], δηλ. αυτός που έχει [[οξεία]] όσφρηση, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}