3,277,191
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔρῑς:''' -ῑνος, ὁ, ἡ ([[ῥίς]]), αυτός που έχει [[καλή]] [[μύτη]], δηλ. αυτός που έχει [[οξεία]] όσφρηση, σε Αισχύλ., Ευρ. | |lsmtext='''εὔρῑς:''' -ῑνος, ὁ, ἡ ([[ῥίς]]), αυτός που έχει [[καλή]] [[μύτη]], δηλ. αυτός που έχει [[οξεία]] όσφρηση, σε Αισχύλ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔρις:''' ρῑνος adj. обладающий хорошим чутьем (sc. [[κύων]] Aesch., Soph.). | |||
}} | }} |