Anonymous

συνέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />συγκεντρώνομαι, [[έρχομαι]] [[μαζί]] με άλλους στον ίδιο χώρο για [[συνεργασία]], [[σύσκεψη]], [[τέλεση]] εορτής (α. «συνέρχεται η [[βουλή]], η [[επιτροπή]], το [[συμβούλιο]] κρίσεων κ.λπ.» β. «ἐὰν συνέλθῃ ἡ [[ἐκκλησία]]», ΚΔ<br />γ. «συνέρχεσθαι τοὺς συνέδρους», <b>επιγρ.</b><br />δ. «ἄν ἐς τὡὐτὸ συνέλθωσι κατὰ εἴλας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με νοσηρές ή δυσάρεστες καταστάσεις) [[ανακτώ]] τις αισθήσεις μου ή [[αναλαμβάνω]] τις δυνάμεις μου ή την ψυχική μου [[ηρεμία]], αποκαθίσταμαι (α. «δεν συνήλθε [[ακόμη]] από το σοκ» β. «[[μετά]] από τέτοια [[συμφορά]] θα αργήσει να συνέλθει»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δικαίωμα]] [ή [[ελευθερία]]] του συνέρχεσθαι»<br /><b>(νομ.)</b> το συνταγματικώς κατοχυρωμένο [[δικαίωμα]] τών ειρηνικών και άοπλων συγκεντρώσεων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ζω στο ίδιο [[οίκημα]] με κάποιον<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τις δύο [[φύσεις]] του Χριστού) ενώνομαι σε ένα [[πρόσωπο]], [[συνυπάρχω]] («ἐν ἑνὶ προσώπῳ ἀμφοῑν τῶν φύσεων συνελθουσῶν», Λεοντ.)<br /><b>2.</b> έχω σαρκικές σχέσεις ή [[συνάπτω]] γάμο (α. «συνελθοῡσαν εἰς ὁμιλίαν αὐτῷ [[λάθρα]] καὶ γενομένην ἔγκυον», <b>Διόδ.</b><br />β. «τὰ ἔντομα συνέρχεσθαι [[ὄπισθεν]]», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «τῶν νῡν συνερχομένων εἰς γάμου κοινωνίαν», Ευχολ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] [[κάπου]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], [[συμπορεύομαι]]<br /><b>2.</b> [[έρχομαι]] ταυτόχρονα με άλλον («ξυνήλθομεν βουκόλοι καὶ ποιμένες», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> συναντιέμαι με τον εχθρό, συμπλέκομαι («ἐς τὸ [[πεδίον]] συνελθόντων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[μάχη]]) συνάπτομαι, διεξάγομαι («[[μάχη]] ὑπό ἀξιολογωτάτων [[πόλεων]] ξυνελθοῡσα», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συνδέομαι]] φιλικά («δυοῑν οἰκίαιν συνελθούσαιν εἰς ταὐτόν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> συμφιλιώνομαι (α. «ἵνα μὴ... συνέλθοιεν αἱ πόλεις», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «ἀδελφοὶ δὲ τοῡ κατὰ φύσιν ἐκπεσόντες οὔ τι ῥᾳδίως συνέρχονται», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> (για ποταμούς) [[συμβάλλω]]<br /><b>8.</b> (για ουράνια σώματα) βρίσκομαι σε [[συζυγία]]<br /><b>9.</b> (για χάσματα) κλείνομαι, συμπληρώνομαι<br /><b>10.</b> (για γεγονότα) [[συμβαίνω]] ταυτόχρονα, [[συμπίπτω]] (α. «ταῡτα [[πάντα]] συνελθόντα», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «τῆς τύχης οὕτω συνελθούσης», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>11.</b> [[περιπίπτω]], [[περιέρχομαι]] («συνελθόντες εἰς ἐσχάτην πενίαν», πάπ.).
|mltxt=ΝΜΑ<br />συγκεντρώνομαι, [[έρχομαι]] [[μαζί]] με άλλους στον ίδιο χώρο για [[συνεργασία]], [[σύσκεψη]], [[τέλεση]] εορτής (α. «συνέρχεται η [[βουλή]], η [[επιτροπή]], το [[συμβούλιο]] κρίσεων κ.λπ.» β. «ἐὰν συνέλθῃ ἡ [[ἐκκλησία]]», ΚΔ<br />γ. «συνέρχεσθαι τοὺς συνέδρους», <b>επιγρ.</b><br />δ. «ἄν ἐς τὡὐτὸ συνέλθωσι κατὰ εἴλας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με νοσηρές ή δυσάρεστες καταστάσεις) [[ανακτώ]] τις αισθήσεις μου ή [[αναλαμβάνω]] τις δυνάμεις μου ή την ψυχική μου [[ηρεμία]], αποκαθίσταμαι (α. «δεν συνήλθε [[ακόμη]] από το σοκ» β. «[[μετά]] από τέτοια [[συμφορά]] θα αργήσει να συνέλθει»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δικαίωμα]] [ή [[ελευθερία]]] του συνέρχεσθαι»<br /><b>(νομ.)</b> το συνταγματικώς κατοχυρωμένο [[δικαίωμα]] τών ειρηνικών και άοπλων συγκεντρώσεων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ζω στο ίδιο [[οίκημα]] με κάποιον<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τις δύο [[φύσεις]] του Χριστού) ενώνομαι σε ένα [[πρόσωπο]], [[συνυπάρχω]] («ἐν ἑνὶ προσώπῳ ἀμφοῑν τῶν φύσεων συνελθουσῶν», Λεοντ.)<br /><b>2.</b> έχω σαρκικές σχέσεις ή [[συνάπτω]] γάμο (α. «συνελθοῡσαν εἰς ὁμιλίαν αὐτῷ [[λάθρα]] καὶ γενομένην ἔγκυον», <b>Διόδ.</b><br />β. «τὰ ἔντομα συνέρχεσθαι [[ὄπισθεν]]», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «τῶν νῡν συνερχομένων εἰς γάμου κοινωνίαν», Ευχολ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] [[κάπου]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], [[συμπορεύομαι]]<br /><b>2.</b> [[έρχομαι]] ταυτόχρονα με άλλον («ξυνήλθομεν βουκόλοι καὶ ποιμένες», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> συναντιέμαι με τον εχθρό, συμπλέκομαι («ἐς τὸ [[πεδίον]] συνελθόντων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[μάχη]]) συνάπτομαι, διεξάγομαι («[[μάχη]] ὑπό ἀξιολογωτάτων [[πόλεων]] ξυνελθοῡσα», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συνδέομαι]] φιλικά («δυοῑν οἰκίαιν συνελθούσαιν εἰς ταὐτόν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> συμφιλιώνομαι (α. «ἵνα μὴ... συνέλθοιεν αἱ πόλεις», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «ἀδελφοὶ δὲ τοῡ κατὰ φύσιν ἐκπεσόντες οὔ τι ῥᾳδίως συνέρχονται», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> (για ποταμούς) [[συμβάλλω]]<br /><b>8.</b> (για ουράνια σώματα) βρίσκομαι σε [[συζυγία]]<br /><b>9.</b> (για χάσματα) κλείνομαι, συμπληρώνομαι<br /><b>10.</b> (για γεγονότα) [[συμβαίνω]] ταυτόχρονα, [[συμπίπτω]] (α. «ταῡτα [[πάντα]] συνελθόντα», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «τῆς τύχης οὕτω συνελθούσης», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>11.</b> [[περιπίπτω]], [[περιέρχομαι]] («συνελθόντες εἰς ἐσχάτην πενίαν», πάπ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνέρχομαι:''' μέλ. <i>-ελεύσομαι</i>, Αττ. μέλ. [[σύνειμι]] ([[εἶμι]], Λατ. [[ibo]])· αποθ. με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ.·<br /><b class="num">I.</b> [[έρχομαι]] ή [[πηγαίνω]] μαζί, [[πορεύομαι]] με [[συνοδεία]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[έρχομαι]] μαζί με άλλους στο ίδιο [[μέρος]], [[συνέρχομαι]], συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· [[συνέρχομαι]] ἐς [[τωὐτό]], σε Ηρόδ.· [[συνέρχομαι]] ἐς λόγους τινί, στον ίδ.· και [[απλώς]], <i>συνέρχομαί τινι</i>, έχω σχέσεις με, [[συναναστρέφομαι]] κάποιον, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με εχθρική [[σημασία]], συμπλέκομαι σε [[μάχη]], [[έρχομαι]] στα χέρια, [[συγκρούομαι]]· [[μάχη]] [[ὑπό]] τινων ξυνελθοῦσα, [[μάχη]] που συνήφθη, που διεξήχθη από αυτούς, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[έρχομαι]] στο ίδιο [[σημείο]], [[συνδέομαι]], συνενώνομαι, σε Ευρ., Πλάτ.· [[σχηματίζω]] σύνδεσμο ή [[συμμαχία]], σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> με σύστ. αντ., <i>ταύτην τὴν στρατείαν ξυνῆλθον</i>, πήραν [[μέρος]], είχαν [[συμμετοχή]] στην [[εκστρατεία]] αυτή, σε Θουκ.· ομοίως, τὸ σὸν [[λέχος]] ξυνῆλθον, μοιράστηκα το [[κρεβάτι]] [[σου]], λέγεται για [[συνουσία]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[συνδέομαι]] σε ένα και το αυτό, ενώνομαι, στον ίδ., Ευρ.· επίσης για αριθμούς, [[συναποτελώ]] ένα [[ποσό]] ή χρηματικό κεφάλαιο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για γεγονότα, [[συντρέχω]], [[συμπίπτω]] χρονικά, [[συμβαίνω]] παράλληλα, στον ίδ.
}}
}}