Anonymous

συνέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνέρχομαι:''' μέλ. <i>-ελεύσομαι</i>, Αττ. μέλ. [[σύνειμι]] ([[εἶμι]], Λατ. [[ibo]])· αποθ. με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ.·<br /><b class="num">I.</b> [[έρχομαι]] ή [[πηγαίνω]] μαζί, [[πορεύομαι]] με [[συνοδεία]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[έρχομαι]] μαζί με άλλους στο ίδιο [[μέρος]], [[συνέρχομαι]], συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· [[συνέρχομαι]] ἐς [[τωὐτό]], σε Ηρόδ.· [[συνέρχομαι]] ἐς λόγους τινί, στον ίδ.· και [[απλώς]], <i>συνέρχομαί τινι</i>, έχω σχέσεις με, [[συναναστρέφομαι]] κάποιον, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με εχθρική [[σημασία]], συμπλέκομαι σε [[μάχη]], [[έρχομαι]] στα χέρια, [[συγκρούομαι]]· [[μάχη]] [[ὑπό]] τινων ξυνελθοῦσα, [[μάχη]] που συνήφθη, που διεξήχθη από αυτούς, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[έρχομαι]] στο ίδιο [[σημείο]], [[συνδέομαι]], συνενώνομαι, σε Ευρ., Πλάτ.· [[σχηματίζω]] σύνδεσμο ή [[συμμαχία]], σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> με σύστ. αντ., <i>ταύτην τὴν στρατείαν ξυνῆλθον</i>, πήραν [[μέρος]], είχαν [[συμμετοχή]] στην [[εκστρατεία]] αυτή, σε Θουκ.· ομοίως, τὸ σὸν [[λέχος]] ξυνῆλθον, μοιράστηκα το [[κρεβάτι]] [[σου]], λέγεται για [[συνουσία]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[συνδέομαι]] σε ένα και το αυτό, ενώνομαι, στον ίδ., Ευρ.· επίσης για αριθμούς, [[συναποτελώ]] ένα [[ποσό]] ή χρηματικό κεφάλαιο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για γεγονότα, [[συντρέχω]], [[συμπίπτω]] χρονικά, [[συμβαίνω]] παράλληλα, στον ίδ.
|lsmtext='''συνέρχομαι:''' μέλ. <i>-ελεύσομαι</i>, Αττ. μέλ. [[σύνειμι]] ([[εἶμι]], Λατ. [[ibo]])· αποθ. με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ.·<br /><b class="num">I.</b> [[έρχομαι]] ή [[πηγαίνω]] μαζί, [[πορεύομαι]] με [[συνοδεία]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[έρχομαι]] μαζί με άλλους στο ίδιο [[μέρος]], [[συνέρχομαι]], συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· [[συνέρχομαι]] ἐς [[τωὐτό]], σε Ηρόδ.· [[συνέρχομαι]] ἐς λόγους τινί, στον ίδ.· και [[απλώς]], <i>συνέρχομαί τινι</i>, έχω σχέσεις με, [[συναναστρέφομαι]] κάποιον, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με εχθρική [[σημασία]], συμπλέκομαι σε [[μάχη]], [[έρχομαι]] στα χέρια, [[συγκρούομαι]]· [[μάχη]] [[ὑπό]] τινων ξυνελθοῦσα, [[μάχη]] που συνήφθη, που διεξήχθη από αυτούς, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[έρχομαι]] στο ίδιο [[σημείο]], [[συνδέομαι]], συνενώνομαι, σε Ευρ., Πλάτ.· [[σχηματίζω]] σύνδεσμο ή [[συμμαχία]], σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> με σύστ. αντ., <i>ταύτην τὴν στρατείαν ξυνῆλθον</i>, πήραν [[μέρος]], είχαν [[συμμετοχή]] στην [[εκστρατεία]] αυτή, σε Θουκ.· ομοίως, τὸ σὸν [[λέχος]] ξυνῆλθον, μοιράστηκα το [[κρεβάτι]] [[σου]], λέγεται για [[συνουσία]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[συνδέομαι]] σε ένα και το αυτό, ενώνομαι, στον ίδ., Ευρ.· επίσης για αριθμούς, [[συναποτελώ]] ένα [[ποσό]] ή χρηματικό κεφάλαιο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για γεγονότα, [[συντρέχω]], [[συμπίπτω]] χρονικά, [[συμβαίνω]] παράλληλα, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνέρχομαι:''' (fut. [[σύνειμι]], aor. 2 [[συνῆλθον]])<br /><b class="num">1)</b> идти вместе (τινι и [[σύν]] τινι NT): [[ξύν]] τε δύ᾽ ἐρχομένω Hom. если мы вдвоем пойдем;<br /><b class="num">2)</b> вместе приходить, одновременно прибывать (ἀπὸ τῶν [[πόλεων]] Thuc.; ἐκ τῶν ἀγρῶν Arph.; πρός τινα NT);<br /><b class="num">3)</b> сходиться, собираться, встречаться (εἰς μίαν νῆσον Xen.): συνεληλυθότες [[ἄνδρες]] ἐς Κλεισθένους Arph. собравшиеся у Клисфена мужи; σ. εἰς μάχην Plat. и ἐπὶ ἀγῶνα Dem. сходиться для борьбы, вступать в бой; ἡ [[μάχη]] ὑπὸ τῶν [[πόλεων]] ξυνελθοῦσα Thuc. борьба, завязавшаяся между государствами; εἰς ἓν [[συνελθεῖν]] Eur. сойтись вместе, встретиться лицом к лицу; εἰς λόγους τινὶ [[συνελθεῖν]] Her., Plut. вступить в переговоры или договориться с кем-л.;<br /><b class="num">4)</b> договариваться, тж. вступать в союз Dem.: εἰ μὴ σοὶ ξυνῆλθε Soph. если бы он не был в сговоре с тобой;<br /><b class="num">5)</b> вступать в связь (γυναικί Xen.);<br /><b class="num">6)</b> вступать в брак NT;<br /><b class="num">7)</b> спариваться (τὰ ἔντομα συνέρχεται Arst.);<br /><b class="num">8)</b> примиряться: οὐ [[ῥᾳδίως]] σ. Plut. с трудом мириться друг с другом;<br /><b class="num">9)</b> присоединяться, принимать участие: τὴν στρατείαν ξυνελθεῖν Thuc. принять участие в походе; τὸ [[λέχος]] τινὸς σ. Soph. разделять чье-л. ложе;<br /><b class="num">10)</b> соединяться, сочетаться, сливаться (εἰς [[τωὐτό]] Her.; εἰς ἕν Arst.);<br /><b class="num">11)</b> складываться, составлять в сумме ([[πέντε]] μυριάδων τὸ [[κεφαλαίωμα]] συνῆλθε Her.);<br /><b class="num">12)</b> сходиться (во времени), совпадать (τῆς τύχης [[οὕτω]] συνελθούσης Plut.): [[ταῦτα]] πάντα συνελθόντα Her. ввиду совпадения всех этих обстоятельств;<br /><b class="num">13)</b> спадаться, закрываться, смыкаться: συνελθούσης τῆς γῆς Plut. когда расселина в земле закрылась - см. тж. [[σύνειμι]] II.
}}
}}