Anonymous

τμήγω: Difference between revisions

From LSJ
548 bytes added ,  30 December 2018
6
(41)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τέμνω]], [[κόβω]], [[σχίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>τμήγομαι</i><br />[[ανοίγω]] για τον εαυτό μου («ὁδὸν ἐτμήξαντο», Λεωνίδ. Ταρ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <b>μτφ.</b> διασκορπίζομαι («οἱ δὲ ἰαχῇ τε φόβῳ τε πάσας πλῆσαν ὁδούς, [[ἐπεὶ]] ἄρ τμῆγεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>τεμᾱ</i>- του [[τέμνω]], με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] (<b>βλ. λ.</b> [[τέμνω]]) και [[επίθημα]] -<i>γω</i>, πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[θήγω]]. Πιθανότερο [[ωστόσο]] φαίνεται ότι αρχικά σχηματίστηκε ο αόρ. <i>τμῆξαι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ῥῆξαι</i>), από όπου υποχωρητικά ο ενεστ. [[τμήγω]].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τέμνω]], [[κόβω]], [[σχίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>τμήγομαι</i><br />[[ανοίγω]] για τον εαυτό μου («ὁδὸν ἐτμήξαντο», Λεωνίδ. Ταρ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <b>μτφ.</b> διασκορπίζομαι («οἱ δὲ ἰαχῇ τε φόβῳ τε πάσας πλῆσαν ὁδούς, [[ἐπεὶ]] ἄρ τμῆγεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>τεμᾱ</i>- του [[τέμνω]], με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] (<b>βλ. λ.</b> [[τέμνω]]) και [[επίθημα]] -<i>γω</i>, πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[θήγω]]. Πιθανότερο [[ωστόσο]] φαίνεται ότι αρχικά σχηματίστηκε ο αόρ. <i>τμῆξαι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ῥῆξαι</i>), από όπου υποχωρητικά ο ενεστ. [[τμήγω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τμήγω:''' μέλ. <i>τμήξω</i>, αόρ. <i>ἔτμηξα</i>, αόρ. βʹ <i>ἔτμᾰγον</i> — Παθ., αόρ. βʹ [[ἐτμάγην]], Επικ. γʹ πληθ. [[τμάγεν]]· Επικ. [[τύπος]] του [[τέμνω]],<br /><b class="num">1.</b> [[κόβω]], [[σχίζω]] — Μέσ., <i>ὁδὸν ἐτμήξαντο</i>, έκοψαν το δρόμο τους, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. στον Παθ. αόρ. βʹ, δισκορπίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}