3,277,119
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κύφων:''' -ωνος, ὁ (κῡφός),<br /><b class="num">I.</b> [[κυρτός]] [[ζυγός]] αρότρου, σε Θέογν.<br /><b class="num">II. 1.</b> είδος στύλου στον οποίο δένονταν οι εγκληματίες από το λαιμό, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάποιος]] που έχει το λαιμό του στο στύλο, [[απατεώνας]], [[κατεργάρης]], Λατ. [[furcifer]], σε Λουκ. | |lsmtext='''κύφων:''' -ωνος, ὁ (κῡφός),<br /><b class="num">I.</b> [[κυρτός]] [[ζυγός]] αρότρου, σε Θέογν.<br /><b class="num">II. 1.</b> είδος στύλου στον οποίο δένονταν οι εγκληματίες από το λαιμό, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάποιος]] που έχει το λαιμό του στο στύλο, [[απατεώνας]], [[κατεργάρης]], Λατ. [[furcifer]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κύφων:''' ωνος (ῡ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> шейная колодка Arph., Plut.: δεθῆναι ἐν ἀγορᾷ ἐν τῷ κύφωνι Arst. быть публично выставленным с колодкой на шее;<br /><b class="num">2)</b> бран. колодник, негодяй Luc. | |||
}} | }} |