Anonymous

δίεμαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δίεμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φεύγω]] [[γρήγορα]]<br /><b>2.</b> [[φοβάμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αρχαίο ρ. συγγενές [[προς]] το [[διώκω]]. Εξαιρουμένου του τ. <i>δίε</i> «φοβήθηκα», θεματ. αόρ. που συνδέεται [[μάλλον]] με τα [[δέδοικα]], [[δείδω]], από μορφολογικής απόψεως δύο μόνο [[είναι]] οι μαρτυρούμενοι ενεργητικοί τ. του ρ.: [[δίον]] και <i>ενδίεσαν</i>. Εξάλλου, ενώ το [[δίεμαι]] [[είναι]] [[αθέματος]] ενεστ., μόνο οι τ. <i>ενδίεσαν</i> και <i>δίενται</i> μπορούν ως αθέματοι να συνδεθούν [[μαζί]] του, ενώ οι υπόλοιποι ανήκουν σε θεματικό [[ρήμα]]. Κατά [[συνέπεια]], ή [[πρέπει]] να υποτεθεί τ. [[δίομαι]] και οι δύο αθέματοι τ. να ερμηνευθούν ως αναλογικοί σχηματισμοί [[κατά]] τα σημασιολογικώς συγγενή [[ίεμαι]], <i>ίεσαν</i> ή ότι το [[δίεμαι]] [[είναι]] [[αρχαίος]] [[αθέματος]] ενεστ. και οι θεματικοί τύποι [[είναι]] νεώτεροι σχηματισμοί. Τέλος, η [[σχέση]] με το [[διερός]] [[είναι]] αμφίβολη].
|mltxt=[[δίεμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φεύγω]] [[γρήγορα]]<br /><b>2.</b> [[φοβάμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αρχαίο ρ. συγγενές [[προς]] το [[διώκω]]. Εξαιρουμένου του τ. <i>δίε</i> «φοβήθηκα», θεματ. αόρ. που συνδέεται [[μάλλον]] με τα [[δέδοικα]], [[δείδω]], από μορφολογικής απόψεως δύο μόνο [[είναι]] οι μαρτυρούμενοι ενεργητικοί τ. του ρ.: [[δίον]] και <i>ενδίεσαν</i>. Εξάλλου, ενώ το [[δίεμαι]] [[είναι]] [[αθέματος]] ενεστ., μόνο οι τ. <i>ενδίεσαν</i> και <i>δίενται</i> μπορούν ως αθέματοι να συνδεθούν [[μαζί]] του, ενώ οι υπόλοιποι ανήκουν σε θεματικό [[ρήμα]]. Κατά [[συνέπεια]], ή [[πρέπει]] να υποτεθεί τ. [[δίομαι]] και οι δύο αθέματοι τ. να ερμηνευθούν ως αναλογικοί σχηματισμοί [[κατά]] τα σημασιολογικώς συγγενή [[ίεμαι]], <i>ίεσαν</i> ή ότι το [[δίεμαι]] [[είναι]] [[αρχαίος]] [[αθέματος]] ενεστ. και οι θεματικοί τύποι [[είναι]] νεώτεροι σχηματισμοί. Τέλος, η [[σχέση]] με το [[διερός]] [[είναι]] αμφίβολη].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δίεμαι:''' Παθ., (όπως αν προερχόταν από Ενεργ. [[δίημι]] = [[δίω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[σπεύδω]], [[επιταχύνω]], [[φεύγω]], <i>πεδίοιο</i>, μέσω της πεδιάδας, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>διέσθαι</i>, να σπεύσει [[μακριά]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[φοβάμαι]], με απαρ., σε Αισχύλ.
}}
}}