Anonymous

δίεμαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίεμαι:''' Παθ., (όπως αν προερχόταν από Ενεργ. [[δίημι]] = [[δίω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[σπεύδω]], [[επιταχύνω]], [[φεύγω]], <i>πεδίοιο</i>, μέσω της πεδιάδας, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>διέσθαι</i>, να σπεύσει [[μακριά]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[φοβάμαι]], με απαρ., σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δίεμαι:''' Παθ., (όπως αν προερχόταν από Ενεργ. [[δίημι]] = [[δίω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[σπεύδω]], [[επιταχύνω]], [[φεύγω]], <i>πεδίοιο</i>, μέσω της πεδιάδας, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>διέσθαι</i>, να σπεύσει [[μακριά]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[φοβάμαι]], με απαρ., σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίεμαι:''' только praes.<br /><b class="num">1)</b> бежать в испуге, мчаться (ἵπποι πεδίοιο [[δίενται]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> бояться, страшиться ([[δίεμαι]] [[ἀντία]] [[φάσθαι]] Aesch.).
}}
}}