Anonymous

σκευάριον: Difference between revisions

From LSJ
6
(37)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> (<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>τὰ σκευάρια</i><br />μικρά σκεύη ή αγγεία<br /><b>2.</b> [[αντικείμενο]] που χρησιμοποιείται σε [[παιχνίδι]] για τα κέρδη τών παικτών («συνέτριβον τὰ σκευάρια καὶ διέρριπτον εἰς τὴν ὀδόν», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> μικρό [[ένδυμα]] («[[οἷον]] σκευαρίων κατατετριμμένων», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκεῦος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παιδ</i>-<i>άριον</i>)].
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> (<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>τὰ σκευάρια</i><br />μικρά σκεύη ή αγγεία<br /><b>2.</b> [[αντικείμενο]] που χρησιμοποιείται σε [[παιχνίδι]] για τα κέρδη τών παικτών («συνέτριβον τὰ σκευάρια καὶ διέρριπτον εἰς τὴν ὀδόν», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> μικρό [[ένδυμα]] («[[οἷον]] σκευαρίων κατατετριμμένων», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκεῦος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παιδ</i>-<i>άριον</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκευάριον:''' τό, υποκορ. του [[σκεῦος]], μικρό [[δοχείο]] ή οικιακό [[σκεύος]], σε Αριστοφ.· σύνεργα παιχνιδιού, σε Αισχίν.
}}
}}