Anonymous

σκευάριον: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκευάριον:''' τό, υποκορ. του [[σκεῦος]], μικρό [[δοχείο]] ή οικιακό [[σκεύος]], σε Αριστοφ.· σύνεργα παιχνιδιού, σε Αισχίν.
|lsmtext='''σκευάριον:''' τό, υποκορ. του [[σκεῦος]], μικρό [[δοχείο]] ή οικιακό [[σκεύος]], σε Αριστοφ.· σύνεργα παιχνιδιού, σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''σκευάριον:''' (ᾰ) τό [demin. к [[σκεῦος]]<br /><b class="num">1)</b> предмет домашней обстановки, преимущ. pl. утварь, вещи, принадлежности Arph., Aeschin.;<br /><b class="num">2)</b> одежда, платье Plat.
}}
}}