3,277,121
edits
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, ο, θηλ. και -ος (ΑM [[μελλόνυμφος]], -ον, θηλ. και [[μελλονύμφη]])<br />(συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) αυτός που πρόκειται να παντρευτεί [[σύντομα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για οίκο) αυτός που πρόκειται να δεχθεί τους νεονύμφους («ἀνολολυξάτω [[δόμος]] ἐφεστίοις ἀλαλαγαῑς ὁ [[μελλόνυμφος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλλω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>νυμφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νύμφη]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[κακό]]-<i>νυμφος</i>, [[παρά]]-<i>νυμφος</i>]. | |mltxt=-η, ο, θηλ. και -ος (ΑM [[μελλόνυμφος]], -ον, θηλ. και [[μελλονύμφη]])<br />(συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) αυτός που πρόκειται να παντρευτεί [[σύντομα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για οίκο) αυτός που πρόκειται να δεχθεί τους νεονύμφους («ἀνολολυξάτω [[δόμος]] ἐφεστίοις ἀλαλαγαῑς ὁ [[μελλόνυμφος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλλω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>νυμφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νύμφη]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[κακό]]-<i>νυμφος</i>, [[παρά]]-<i>νυμφος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μελλόνυμφος:''' -ον ([[νύμφη]]), λέγεται για νεαρές γυναίκες, αυτή που πρόκειται [[σύντομα]] να μνηστευθεί ή να παντρευτεί, Λατ. [[nubilis]], σε Σοφ.· στον Σοφ. (Τραχ. στ. 207), ἀνολολύξατε ὁ [[μελλόνυμφος]], ὁ [[μελλόνυμφος]] (ενν. <i>χόρος</i>) πρέπει να εκληφθεί ως περιληπτικό αντί <i>αἱ μελλόνυμφοι</i>, τα κορίτσια του σπιτιού που είναι σε [[ηλικία]] γάμου. | |||
}} | }} |