Anonymous

μελλόνυμφος: Difference between revisions

From LSJ
24
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> nubile;<br /><b>2</b> qui est sur le point de se marier, fiancé, fiancée.<br />'''Étymologie:''' [[μέλλω]], [[νύμφη]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> nubile;<br /><b>2</b> qui est sur le point de se marier, fiancé, fiancée.<br />'''Étymologie:''' [[μέλλω]], [[νύμφη]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, ο, θηλ. και -ος (ΑM [[μελλόνυμφος]], -ον, θηλ. και [[μελλονύμφη]])<br />(συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) αυτός που πρόκειται να παντρευτεί [[σύντομα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για οίκο) αυτός που πρόκειται να δεχθεί τους νεονύμφους («ἀνολολυξάτω [[δόμος]] ἐφεστίοις ἀλαλαγαῑς ὁ [[μελλόνυμφος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλλω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>νυμφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νύμφη]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[κακό]]-<i>νυμφος</i>, [[παρά]]-<i>νυμφος</i>].
}}
}}