Anonymous

ἔγχαλκος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔγχαλκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χαλκό, χρήματα, ο [[πλούσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αγοράζεται με χρήματα.
|mltxt=[[ἔγχαλκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χαλκό, χρήματα, ο [[πλούσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αγοράζεται με χρήματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔγχαλκος:''' -ον, αυτός που περιέχει χαλκό· [[πλούσιος]] σε χαλκό, σε Ανθ.
}}
}}