3,277,197
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔγχαλκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χαλκό, χρήματα, ο [[πλούσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αγοράζεται με χρήματα. | |mltxt=[[ἔγχαλκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χαλκό, χρήματα, ο [[πλούσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αγοράζεται με χρήματα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔγχαλκος:''' -ον, αυτός που περιέχει χαλκό· [[πλούσιος]] σε χαλκό, σε Ανθ. | |||
}} | }} |