Anonymous

ἔγχαλκος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔγχαλκος:''' -ον, αυτός που περιέχει χαλκό· [[πλούσιος]] σε χαλκό, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἔγχαλκος:''' -ον, αυτός που περιέχει χαλκό· [[πλούσιος]] σε χαλκό, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔγχαλκος:''' денежный, богатый ([[μαστιγίας]] Men.; [[γραῖα]] Anth.).
}}
}}