Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνάπτω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [[ἅπτω]]<br />[[συνδέω]], [[συνενώνω]], [[συναρμόζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[συνημμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο [[έγγραφο]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συνάπτω]] σχέσεις»<br />i) [[δημιουργώ]] φιλικές σχέσεις, [[πιάνω]] [[φιλία]]<br />ii) [[δημιουργώ]] ερωτικό δεσμό<br />β) «[[συνάπτω]] [[γνωριμία]]» — γνωρίζομαι, [[πιάνω]] [[γνωριμία]]<br />γ) «[[συνάπτω]] [[δάνειο]]» — δανείζομαι<br />δ) «[[συνάπτω]] [[συμβόλαιο]] [ή [[σύμβαση]]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[υπογράφω]] [[συμβόλαιο]] [ή [[σύμβαση]]]<br />ε) «[[συνάπτω]] [[συνθήκη]]» — [[συνομολογώ]] [[συνθήκη]], [[υπογράφω]] [[συμφωνία]]<br />στ) «συνημμένη [[μετοχή]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[μετοχή]] της οποίας το [[υποκείμενο]] [[είναι]] συγχρόνως και [[υποκείμενο]] του ρήματος<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[συνάπτω]] [[μάχη]](ν)» — [[μάχομαι]], [[δίνω]] [[μάχη]]<br />β) «[[συνάπτω]] γαμο(ν)» — παντρεύομαι, νυμφεύομαι<br />γ) «[[συνάπτω]] [αρχ. συνάπτομαι] [[φιλία]](ν)» — [[γίνομαι]] [[φίλος]], [[δημιουργώ]] φιλικές σχέσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συναντώ]] [[κάτι]], βρίσκομαι [[αντιμέτωπος]] με [[κάτι]] («δύ' ἐξ ἑνὸς κακὼ συνάπτει»)<br /><b>2.</b> [[εξαρτώ]] («συνάπτοντες τῷ μέτρῳ τὸ ποιεῑν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (με εχθρική σημ.) α) [[οδηγώ]] στη [[διεξαγωγή]] πολέμου («ἐλπὶς... ἣ πολλὰς πόλεις συνῆψε», <b>Ευρ.</b>)<br />β) [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]] («[[ὅπου]] τοὺς Καρχηδονίους ἤκουσε συνάπτειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συνδέω]] φιλικά («ἡ [[φιλία]] διαδυομένη συνάπτει τοὺς καλούς τε κἀγαθούς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[προσθέτω]] («[[αὖθις]] δὲ συνάπτει τούτοις, λέγων...», Ευσ.)<br /><b>6.</b> [[συνεχίζω]]<br /><b>7.</b> [[συνδέω]] λέξεις [[κατά]] τη συντακτική τους [[σειρά]] («συνάπτειν ἀλλήλοις το τ' "ἐκστάντες" καὶ τὶ "[[ὀξέως]]"», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[είμαι]] [[κοντά]] σε [[κάτι]], [[συνορεύω]] με [[κάτι]] («τὸ [[πεδίον]] τοῡτο συνάπτει τῷ Αἰγυπτίῳ πεδίῳ», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) (για οργανικά [[μέλη]]) [[συνδέομαι]] με... («εὐθὺς πρὸς τὸ [[στόμα]] συνάπτει ἡ [[κοιλία]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) ([[ιδίως]] με χρον. σημ.) [[πλησιάζω]] («συνάπτειν πρὸς τὸν χειμῶνα», <b>Πολ.</b>)<br />δ) <b>αστρολ.</b> (για ουράνια σώματα) βρίσκομαι σε [[συναφή]] [[σχέση]] ή [[επίδραση]] με άλλον<br />ε) <b>μτφ.</b> i) συναντώμαι με κάποιον<br />ii) συνδυάζομαι, εναρμονίζομαι<br />iii) προσαρμόζομαι<br />iv) προσάπτομαι<br />ν) αναφέρομαι σε [[κάτι]]<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνάπτομαι</i><br />α) [[συναναστρέφομαι]]<br />β) [[συνδέομαι]] [[στενά]] με κάποιον («ἡ προβατευτικὴ [[τέχνη]] συνῆπται τῇ γεωργίᾳ», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[επωφελούμαι]] από [[κάτι]] («πρόδηλον γὰρ [[εἶναι]] πᾱσι τὸν ὄλεθρον, ἐὰν μὴ συνάψωνται τοῡ καιροῡ», <b>Πολ.</b>)<br />δ) [[συμβοηθώ]]<br />ε) [[επιφέρω]] στον εαυτό μου («ἐξ ἀντιλογίας... πληγὰς συναψάμενος», <b>Δημοσθ.</b>)<br />στ) [[συνευρίσκομαι]] ερωτικά, συνουσιάζομαι («ἐτόλμησέ τις εἰπεῑν κατὰ τῆς Μαρίας, ὡς ἄρα ὁ σωτὴρ αὐτὴν ἠρνήσατο [[ἐπεί]], φησίν, συνήφθη [[μετὰ]] τὴν ἀπότεξιν τὴν τοῡ σωτῆρος τῷ Ἰωσήφ», Ωριγ.)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συνάπτω]] [[πόδα]] [ή [[ἴχνος]]] τινί» — [[συναντώ]] κάποιον<br />β) «[[συνάπτω]] δρόμῳ τι» — [[φθάνω]] σε έναν [[τόπο]] τρέχοντας<br />γ) «[[συνάπτω]] βλέφαρα κόραις» — [[κλείνω]] τα μάτια<br />δ) «[[συνάπτω]] [[στόμα]] τινί» — [[φιλώ]] κάποιον<br />ε) «[[συνάπτω]] [[κακά]] τινι» — [[βλάπτω]] κάποιον<br />στ) «[[συνάπτω]] δαῑτα» — [[προσφέρω]], [[παρέχω]]<br />ζ) «[[συνάπτω]] μηχανήν» — [[επινοώ]] [[σχέδιο]]<br />η) «[[συνάπτω]] τινὰ εἰς βλάβην» — [[περιπλέκω]] κάποιον<br />θ) «[[συνάπτω]] τὰς ἀπορίας» — [[συσχετίζω]]<br />ι) «[[συνάπτω]] [[ὄναρ]]» — [[συνδέω]] το όνειρό μου με κάποιον<br />ια) «[[συνάπτω]] τὸν λόγον»<br />i) [[συνδέω]] [[κάτι]] σε [[αναφορά]] [[προς]] [[κάτι]] [[άλλο]]<br />ii) [[συντομεύω]]<br />ιβ) «[[συνάπτω]] ἔχθραν» — [[φιλονικώ]]<br />ιγ) «[[συνάπτω]] πόλεμόν τινι [ή [[πρός]] τινα]» — [[πολεμώ]] με κάποιον<br />ιδ) «[[συνάπτω]] ἀλκήν [ή ἀκμάς ή ἔγχη]» — [[οδηγώ]] σε [[συμπλοκή]], σε [[σύρραξη]]<br />ιε) «[[συνάπτω]] συνάψεις» — [[διεξάγω]] πολέμους<br />ιστ) «[[συνάπτω]] ἐμαυτὸν εἰς λόγους τινί» — [[συνομιλώ]] φιλικά με κάποιον<br />ιζ) «[[συνάπτω]] γένναν» — παντρεύομαι<br />ιη) «[[συνάπτω]] μῡθον» — [[αφηγούμαι]], λέω<br />ιθ) «[[συνάπτω]] ὅρκους» — ορκίζομαι αμοιβαία<br />κ) «[[συνάπτω]] εἰς χορεύματα» — [[παίρνω]] [[μέρος]] σε χορό<br />κα) «[[συνάπτω]] χειρὶ χεῑρα»<br />(για χορευτές) πιάνομαι [[χέρι]] με [[χέρι]]<br />κβ) «[[συνάπτω]] εἰς χεῑρα γῇ» — [[πλησιάζω]] στην [[ξηρά]]<br />κγ) «[[συνάπτω]] εἰς τὸν καιρόν» — [[έρχομαι]] ή [[φθάνω]] εγκαίρως<br />κδ) «[[συνάπτω]] τοῑς ἄκροις» — [[φθάνω]] στα [[άκρα]]<br />κε) «[[συνάπτω]] εἴς τι [ή [[πρός]] τι]» — [[φθάνω]] σε [[κάτι]]<br />κστ) «τύχα μοι ξυνάπτει ποδὸς ἅλματι»<br />(στην [[ποίηση]]) η [[τύχη]] οδηγεί το [[πήδημα]] του ποδιού μου<br />κζ) «συνάπτεται νεῑκος [[πρός]] τινας» — διεξάγεται [[πόλεμος]] με κάποιους<br />κη) «συνάπτομαι [[κῆδος]] τῆς θυγατρός» — [[παντρεύω]] την [[κόρη]] μου<br />κθ) «συνάπτομαι ἔκ τινος» — αποτελούμαι από [[κάτι]]<br />λ) «[[ἀναλογία]] συνημμένη» — [[συνεχής]] [[αναλογία]]<br />λα) «συνημμένα τετράχορδα»<br /><b>μουσ.</b> εναρμονισμένα τετράχορδα<br />λβ) «συνημμένον [[ἀξίωμα]]» ή, [[απλώς]], «τὸ συνημμένον» — [[υποθετικός]] [[συλλογισμός]] στον οποίο, όταν τεθεί η [[υπόθεση]], ακολουθεί κατ' ανάγκην το [[συμπέρασμα]]<br />λγ) «[[συνάπτω]] λόγοισιν [ή εἰς λόγους]» — [[συνομιλώ]]<br /><b>11.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[λίνον]] λίνῳ [[συνάπτω]]» — [[συνδέω]] [[κλωστή]] με [[κλωστή]], [[δηλαδή]] [[παραβάλλω]] όμοια πράγματα.
|mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [[ἅπτω]]<br />[[συνδέω]], [[συνενώνω]], [[συναρμόζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[συνημμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο [[έγγραφο]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συνάπτω]] σχέσεις»<br />i) [[δημιουργώ]] φιλικές σχέσεις, [[πιάνω]] [[φιλία]]<br />ii) [[δημιουργώ]] ερωτικό δεσμό<br />β) «[[συνάπτω]] [[γνωριμία]]» — γνωρίζομαι, [[πιάνω]] [[γνωριμία]]<br />γ) «[[συνάπτω]] [[δάνειο]]» — δανείζομαι<br />δ) «[[συνάπτω]] [[συμβόλαιο]] [ή [[σύμβαση]]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[υπογράφω]] [[συμβόλαιο]] [ή [[σύμβαση]]]<br />ε) «[[συνάπτω]] [[συνθήκη]]» — [[συνομολογώ]] [[συνθήκη]], [[υπογράφω]] [[συμφωνία]]<br />στ) «συνημμένη [[μετοχή]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[μετοχή]] της οποίας το [[υποκείμενο]] [[είναι]] συγχρόνως και [[υποκείμενο]] του ρήματος<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[συνάπτω]] [[μάχη]](ν)» — [[μάχομαι]], [[δίνω]] [[μάχη]]<br />β) «[[συνάπτω]] γαμο(ν)» — παντρεύομαι, νυμφεύομαι<br />γ) «[[συνάπτω]] [αρχ. συνάπτομαι] [[φιλία]](ν)» — [[γίνομαι]] [[φίλος]], [[δημιουργώ]] φιλικές σχέσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συναντώ]] [[κάτι]], βρίσκομαι [[αντιμέτωπος]] με [[κάτι]] («δύ' ἐξ ἑνὸς κακὼ συνάπτει»)<br /><b>2.</b> [[εξαρτώ]] («συνάπτοντες τῷ μέτρῳ τὸ ποιεῑν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (με εχθρική σημ.) α) [[οδηγώ]] στη [[διεξαγωγή]] πολέμου («ἐλπὶς... ἣ πολλὰς πόλεις συνῆψε», <b>Ευρ.</b>)<br />β) [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]] («[[ὅπου]] τοὺς Καρχηδονίους ἤκουσε συνάπτειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συνδέω]] φιλικά («ἡ [[φιλία]] διαδυομένη συνάπτει τοὺς καλούς τε κἀγαθούς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[προσθέτω]] («[[αὖθις]] δὲ συνάπτει τούτοις, λέγων...», Ευσ.)<br /><b>6.</b> [[συνεχίζω]]<br /><b>7.</b> [[συνδέω]] λέξεις [[κατά]] τη συντακτική τους [[σειρά]] («συνάπτειν ἀλλήλοις το τ' "ἐκστάντες" καὶ τὶ "[[ὀξέως]]"», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[είμαι]] [[κοντά]] σε [[κάτι]], [[συνορεύω]] με [[κάτι]] («τὸ [[πεδίον]] τοῡτο συνάπτει τῷ Αἰγυπτίῳ πεδίῳ», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) (για οργανικά [[μέλη]]) [[συνδέομαι]] με... («εὐθὺς πρὸς τὸ [[στόμα]] συνάπτει ἡ [[κοιλία]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) ([[ιδίως]] με χρον. σημ.) [[πλησιάζω]] («συνάπτειν πρὸς τὸν χειμῶνα», <b>Πολ.</b>)<br />δ) <b>αστρολ.</b> (για ουράνια σώματα) βρίσκομαι σε [[συναφή]] [[σχέση]] ή [[επίδραση]] με άλλον<br />ε) <b>μτφ.</b> i) συναντώμαι με κάποιον<br />ii) συνδυάζομαι, εναρμονίζομαι<br />iii) προσαρμόζομαι<br />iv) προσάπτομαι<br />ν) αναφέρομαι σε [[κάτι]]<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνάπτομαι</i><br />α) [[συναναστρέφομαι]]<br />β) [[συνδέομαι]] [[στενά]] με κάποιον («ἡ προβατευτικὴ [[τέχνη]] συνῆπται τῇ γεωργίᾳ», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[επωφελούμαι]] από [[κάτι]] («πρόδηλον γὰρ [[εἶναι]] πᾱσι τὸν ὄλεθρον, ἐὰν μὴ συνάψωνται τοῡ καιροῡ», <b>Πολ.</b>)<br />δ) [[συμβοηθώ]]<br />ε) [[επιφέρω]] στον εαυτό μου («ἐξ ἀντιλογίας... πληγὰς συναψάμενος», <b>Δημοσθ.</b>)<br />στ) [[συνευρίσκομαι]] ερωτικά, συνουσιάζομαι («ἐτόλμησέ τις εἰπεῑν κατὰ τῆς Μαρίας, ὡς ἄρα ὁ σωτὴρ αὐτὴν ἠρνήσατο [[ἐπεί]], φησίν, συνήφθη [[μετὰ]] τὴν ἀπότεξιν τὴν τοῡ σωτῆρος τῷ Ἰωσήφ», Ωριγ.)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συνάπτω]] [[πόδα]] [ή [[ἴχνος]]] τινί» — [[συναντώ]] κάποιον<br />β) «[[συνάπτω]] δρόμῳ τι» — [[φθάνω]] σε έναν [[τόπο]] τρέχοντας<br />γ) «[[συνάπτω]] βλέφαρα κόραις» — [[κλείνω]] τα μάτια<br />δ) «[[συνάπτω]] [[στόμα]] τινί» — [[φιλώ]] κάποιον<br />ε) «[[συνάπτω]] [[κακά]] τινι» — [[βλάπτω]] κάποιον<br />στ) «[[συνάπτω]] δαῑτα» — [[προσφέρω]], [[παρέχω]]<br />ζ) «[[συνάπτω]] μηχανήν» — [[επινοώ]] [[σχέδιο]]<br />η) «[[συνάπτω]] τινὰ εἰς βλάβην» — [[περιπλέκω]] κάποιον<br />θ) «[[συνάπτω]] τὰς ἀπορίας» — [[συσχετίζω]]<br />ι) «[[συνάπτω]] [[ὄναρ]]» — [[συνδέω]] το όνειρό μου με κάποιον<br />ια) «[[συνάπτω]] τὸν λόγον»<br />i) [[συνδέω]] [[κάτι]] σε [[αναφορά]] [[προς]] [[κάτι]] [[άλλο]]<br />ii) [[συντομεύω]]<br />ιβ) «[[συνάπτω]] ἔχθραν» — [[φιλονικώ]]<br />ιγ) «[[συνάπτω]] πόλεμόν τινι [ή [[πρός]] τινα]» — [[πολεμώ]] με κάποιον<br />ιδ) «[[συνάπτω]] ἀλκήν [ή ἀκμάς ή ἔγχη]» — [[οδηγώ]] σε [[συμπλοκή]], σε [[σύρραξη]]<br />ιε) «[[συνάπτω]] συνάψεις» — [[διεξάγω]] πολέμους<br />ιστ) «[[συνάπτω]] ἐμαυτὸν εἰς λόγους τινί» — [[συνομιλώ]] φιλικά με κάποιον<br />ιζ) «[[συνάπτω]] γένναν» — παντρεύομαι<br />ιη) «[[συνάπτω]] μῡθον» — [[αφηγούμαι]], λέω<br />ιθ) «[[συνάπτω]] ὅρκους» — ορκίζομαι αμοιβαία<br />κ) «[[συνάπτω]] εἰς χορεύματα» — [[παίρνω]] [[μέρος]] σε χορό<br />κα) «[[συνάπτω]] χειρὶ χεῑρα»<br />(για χορευτές) πιάνομαι [[χέρι]] με [[χέρι]]<br />κβ) «[[συνάπτω]] εἰς χεῑρα γῇ» — [[πλησιάζω]] στην [[ξηρά]]<br />κγ) «[[συνάπτω]] εἰς τὸν καιρόν» — [[έρχομαι]] ή [[φθάνω]] εγκαίρως<br />κδ) «[[συνάπτω]] τοῑς ἄκροις» — [[φθάνω]] στα [[άκρα]]<br />κε) «[[συνάπτω]] εἴς τι [ή [[πρός]] τι]» — [[φθάνω]] σε [[κάτι]]<br />κστ) «τύχα μοι ξυνάπτει ποδὸς ἅλματι»<br />(στην [[ποίηση]]) η [[τύχη]] οδηγεί το [[πήδημα]] του ποδιού μου<br />κζ) «συνάπτεται νεῑκος [[πρός]] τινας» — διεξάγεται [[πόλεμος]] με κάποιους<br />κη) «συνάπτομαι [[κῆδος]] τῆς θυγατρός» — [[παντρεύω]] την [[κόρη]] μου<br />κθ) «συνάπτομαι ἔκ τινος» — αποτελούμαι από [[κάτι]]<br />λ) «[[ἀναλογία]] συνημμένη» — [[συνεχής]] [[αναλογία]]<br />λα) «συνημμένα τετράχορδα»<br /><b>μουσ.</b> εναρμονισμένα τετράχορδα<br />λβ) «συνημμένον [[ἀξίωμα]]» ή, [[απλώς]], «τὸ συνημμένον» — [[υποθετικός]] [[συλλογισμός]] στον οποίο, όταν τεθεί η [[υπόθεση]], ακολουθεί κατ' ανάγκην το [[συμπέρασμα]]<br />λγ) «[[συνάπτω]] λόγοισιν [ή εἰς λόγους]» — [[συνομιλώ]]<br /><b>11.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[λίνον]] λίνῳ [[συνάπτω]]» — [[συνδέω]] [[κλωστή]] με [[κλωστή]], [[δηλαδή]] [[παραβάλλω]] όμοια πράγματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνάπτω:''' μέλ. <i>-άψω</i>,<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[συνδέω]], [[συνενώνω]], [[συναρμόζω]], [[ενώνω]], εφάπτω· [[συνάπτω]] [[χέρα]], σε [[ένδειξη]] [[φιλίας]], σε Ευρ.· [[ἰδού]], <i>σύναψον</i> (ενν. <i>τὴν [[χέρα]]</i>), στον ίδ.· [[αλλά]], [[συνάπτω]] χεῖρά τινος ἐν βρόχοις, [[δένω]] [[σφιχτά]] τα χέρια του με [[δεσμά]], στον ίδ.· [[συνάπτω]] [[πόδας]] ή [[ἴχνος]] τινί, [[συναντώ]] κάποιον, σε Ευρ.· [[συνάπτω]] [[κῶλον]] τάφῳ, [[προσεγγίζω]] τον τάφο, στον ίδ.· ομοίως, <i>φόνοςσυνάπτει τινὰ γᾷ</i>, στον ίδ.· <i>ξυνάπτω βλέφαρα</i>, [[κλείνω]] [[σφιχτά]] τα μάτια, στον ίδ.· [[συνάπτω]] [[στόμα]], [[φιλώ]] κάποιον, σε Ευρ.· [[συνάπτω]] κακὰ κακοῖς, [[ενώνω]] τη [[δυστυχία]] με τη [[δυστυχία]], στον ίδ.· [[αλλά]], [[συνάπτω]] [[κακόν]] τινι, τον [[δένω]] με τη [[δυστυχία]], τον [[φέρνω]] σε [[επαφή]] μαζί της, στον ίδ.· [[συνάπτω]] τινὶ δαῖτα, [[παραθέτω]] σε κάποιον [[γεύμα]], στον ίδ.· παροιμ., [[συνάπτω]] λίνονλίνῳ, [[συνδέω]] [[κλωστή]] με [[κλωστή]], δηλ. [[συγκρίνω]] ομοειδή πράγματα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνδέω]] στη [[σκέψη]] μου, [[συνδυάζω]], [[συσχετίζω]], στον ίδ.· [[συνάπτω]] μηχανήν, [[καταστρώνω]] [[σχέδιο]], σε Αισχύλ.· [[συνάπτω]] [[ὄναρ]] εἴς τινα, [[συνδέω]] ένα όνειρο με κάποιον, το [[συσχετίζω]] μ' αυτόν, σε Ευρ.· <i>ξυνῆψε πάντας ἐς μίαν βλάβην</i>, τους περιέπλεξε σε [[ζημία]], σε [[απώλεια]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με εχθρική [[σημασία]], [[συνάπτω]] εἰς μάχην, [[οδηγώ]] σε [[συμπλοκή]], σε Ηρόδ.· <i>ἐλπὶς πόλεις ξυνῆψε</i>, ενέπλεξε τις πόλεις σε [[σύγκρουση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνάπτω]] μάχην, συμπλέκομαι σε [[μάχη]], σε Ηρόδ.· <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Αισχύλ.· [[πρός]] τινα, σε Θουκ.· επίσης ([[χωρίς]] το <i>μάχην</i>), συμπλέκομαι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., [[νεῖκος]] συνῆπταί τινιπρός τινα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> με φιλική [[σημασία]], [[συνδέω]], [[συνενώνω]], σε Ξεν. — Παθ., <i>συνάπτεσθαί τινι</i>, σχετίζομαι, [[συναναστρέφομαι]] κάποιον, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[συνάπτω]] μῦθον, <i>ὅρκους</i>, σε Ευρ.· [[συνάπτω]] τινὶ γάμους, <i>λέκτρα</i>, [[κῆδος]], σχετίζομαι με κάποιον μέσω γάμου, στον ίδ.· ξυνάπτεσθαί [[κῆδος]] τῆς θυγατρός, [[παντρεύω]] την [[κόρη]] μου, σε Θουκ. <b>Β.</b> αμτβ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> με τοπική [[σημασία]], [[συνορεύω]] με, [[γειτνιάζω]], βρίσκομαι [[πολύ]] κοντά σε, [[εφάπτομαι]], σε Ηρόδ.· <i>Τήνῳ συνάπτει Ἄνδρος</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, [[εγγίζω]], είμαι [[πλησίον]] από πλευράς χρόνου, [[επίκειμαι]], σε Πίνδ.· ομοίως λέγεται για γεγονότα, [[λύπη]] [[συνάπτω]] τινί, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., λέγεται για σκέψεις, συναντώμαι, [[συμπίπτω]], σε Αριστ.· [[συνδέομαι]] με, <i>πρόςτι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[συνάπτω]] λόγοισι, [[συνομιλώ]], σε Σοφ.· ομοίως, <i>ἐς λόγους ξυνάπτω τινί</i>, σε Ευρ.· επίσης, [[συνάπτω]] εἰς χορεύματα, [[παίρνω]] [[μέρος]] στον χορό, [[χορεύω]] μαζί με, στον ίδ.· [[συνάπτω]] ἐς χεῖρα γῇ, δηλ. [[προσεγγίζω]], [[αγγίζω]] τη γη, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τύχα]] ποδὸς ξυνάπτει μοι, δηλ. έχω έλθει στην κατάλληλη [[στιγμή]], στον ίδ. <b>Γ. 1.</b> Μέσ., βρίσκομαι κοντά σε, [[συνδέομαι]] με, <i>τινι</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[μετέχω]] από κοινού με κάποιον, [[βοηθώ]], <i>τινι</i>, σε Ευρ.· απόλ., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[επιφέρω]] στον εαυτό μου, [[πληγάς]], σε Δημ.
}}
}}